Η βεβήλωση συνεχίζεται, η ιστορία δεν ξαναγράφεται

Δρος Δημοσθένη Δημοσθένους

Ακόμα και στις αναστατωμένες ημέ­ρες που ζούμε, που όλα φαίνονται να αναθεωρούνται και να αναπροσανα­τολίζονται στον κόσμο μας, οι βάσεις, οι αρχές και τα θεμέλια στα οποία ερ­γάζεται η παγκόσμια ιστορική έρευνα, εξακολουθούν να εμπνέονται από τον ελληνικό πνευματικό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει μαζί με πολλά άλλα και τους αγώνες για επιβίωση αλλά και μαζί τις περιπέτειες του Ελληνισμού.

Είναι εξόφθαλμο ότι σήμερα οι ιστο­ρικοί είναι επηρεασμένοι από τη νέα ατμόσφαιρα των κατακτήσεων σε θέματα που αφορούν τον χώρο της μαζικής ενημέρωσης. Προσπαθούν έτσι, να αναθεωρήσουν, λέγουν, την ιστορία. Όμως, αντίθετα, η πραγματι­κή ιστορία δεν μπορεί να παραβεί τον εαυτό της. Η Εισβολή, από όποια πλευ­ρά και αν την βλέπεις, παραμένει τέ­τοια και η Κατοχή, όποιου είδους φακό κι αν διαλέξεις για να τη δεις, παραμέ­νει αυθεντική Κατοχή. Και αναφέρομαι στην κατάσταση που συνεχίζεται με το κυπριακό πρόβλημα. Διατηρώντας τη διαμαρτυρία μπροστά στους ξένους για την εμμονή στην αδικία σε βάρος της πατρίδας μας, γίνεται όλο και πε­ρισσότερο εμφανής ο ρόλος του σεβα­σμού προς τη διαύγεια των ιδεών, που σέβονται τους οραματισμούς της αν­θρωπότητας για ένα καλύτερο αύριο.

Η Βυζαντινή Ακαδημία Κύπρου συνε­χίζει τη συλλογή πληροφοριών για το αρχείο των Κατεχομένων, προγραμμα­τίζοντας διαρκώς νέες εκδόσεις, που μιλούν για τις συνέπειες της σοβαρής Τουρκικής Εισβολής.

Υπάρχει μια σχέση αδιάρρηκτη, αδιά­σπαστη και συμπαγής μεταξύ της ιστο­ρικής μαρτυρίας και του καθενός από τους 180.000 πρόσφυγες, που αφήνει προφορική μαρτυρία για την κατεχόμε­νη εκκλησία του.

Σήμερα, και ενώ η εξορία από το σπίτι του και την εκκλησία του συνεχίζεται, καταθέτει στην έρευνα πολύτιμες πλη­ροφορίες από ψηφίδες της καρδιάς και της ψυχής του.

Ο πρόσφυγας από το Παλαίκυθρο και μετέπειτα στην Λευκωσία Στυλιανός Χ” Λεφτέρης ήταν 80 ετών, όταν κατέθε­σε στην Ακαδημία μας ότι στην εκκλη­σία του κατεχόμενου χωριού του Πα­λαίκυθρο, που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Γαλακτοτροφούσα, υπήρχε εικονοστάσι σκαλιστό που περιλάμβα­νε τις εξής προσκυνηματικές εικόνες: Η Ωραία Πύλη στη μέση και δεξιά της ο Χριστός Ευλογών, αριστερά η Παναγία Βρεφοκρατούσα και αμέσως δίπλα της ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Απόστολος Ανδρέας στο τέλος αριστερά. Βλέποντας τον Χρι­στό προς τα δεξιά ήταν κατά σειρά η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και τέλος, δεξιότερα, η εικόνα της Υπαπαντής του Χριστού.

Υπήρχε επίσης εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας αξιόλογη, του 16ου αιώ­να, που συντηρήθηκε στη Ιερά Αρχιε­πισκοπή και επεστράφη στην Εκκλησία Γαλακτοτροφούσης πριν τα γεγονό­τα του 1974. Από εκεί την έκλεψαν οι Τούρκοι, μαζί με τις άλλες εικόνες, μι­κρές και μεγάλες, στη διάρκεια λεηλα­σίας του ναού.

Το σκαλιστό εικονοστάσιο ήταν του 1951. Ο αρχιερατικός θρόνος ήταν επίσης ξυλόγλυπτος. Όλα ανεξαίρετα τα Ιερά Σκεύη, το Ευαγγέλιο, οι οκτώ κανδήλες του εικονοστασίου, ήταν από ανάγλυφο ασήμι.

Υπήρχε επίσης η σειρά των εκκλησια­στικών βιβλίων, που χρησιμοποιούνταν καθόλη τη διάρκεια του εκκλησιαστι­κού έτους.

Στη βόρεια είσοδο του ναού υπήρχε μαρμάρινη επιγραφή, που αναφερό­ταν στο τελευταίο εγκαίνιο του Ναού Παναγίας Γαλακτοτροφούσης, υπό του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, το 1947, καρποφορούσης της Θεοδώρας Χ΄΄ Μιχαήλ εκ Παλαικύθρου.

Το Εγκαίνιο ενός ιερού ναού στην Κύ­προ είναι κάτι το εξαιρετικά σημαντι­κό για τους πιστούς χριστιανούς και εκπληρώνει μια μακρά, αρχαιότατη χριστιανική παράδοση. Κατ’ αυτό, μια χριστιανική εκκλησία «Μυρώνεται» με «Άγιον Μύρον» και, σύμφωνα με πολ­λούς Αγίους Πατέρες, το Μύρωμα ενός Ναού κατατάσσεται ανάμεσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.

Δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ναός στον οποίο αναφερόμαστε συμπεριλήφθη­κε στην εκκλησιαστική λατρεία μόλις το 1951. Ο ναός της Παναγίας Γαλα­κτοτροφούσης είναι ως κτίσμα πολύ παλαιότερος. Η αρχιτεκτονική του μας πείθει ότι είναι πολύ πέραν των εκατό ετών.

Ανατολικά του χωριού, σε απόσταση μισού χιλιομέτρου, βρισκόταν το κοι­μητήριο του Παλαικύθρου. Ανατολικό­τερα, μισό χιλιόμετρο, ήταν το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, που βρισκόταν στα «χώματα» της Βώνης.

Στον περιτοιχισμένο περίβολο της κα­τεχόμενης Εκκλησίας Παναγίας Γα­λακτοτροφούσης, τάφηκε, ακριβώς μπροστά στο Ιερό, ο π. Βαρνάβας και αργότερα ο ιερεύς υιός του, π. Ανα­στάσιος Π/Βαρνάβα, το 1934. Ήταν ο τελευταίος ιερεύς που τάφηκε στο Παλαίκυθρο. Τον διαδέχθηκε ο π. Γε­ώργιος Γιωργαλλής, ο οποίος κατά τα γεγονότα της βάρβαρης Τουρκικής Εισβολής, παρέμεινε εγκλωβισμένος και υπέστη κακοποίηση από τους ει­σβολείς. Εξαιτίας αυτού, απέθανε λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1974. Ετάφη στο Νέο Κοιμητήριο Κωνσταντί­νου και Ελένης στην ελεύθερη Κύπρο και «προσδοκεί ανάστασιν νεκρών» και δικαίωση της ταλαιπωρημένης και συλημένης σήμερα κατεχόμενης εκ­κλησίας του.

Με τις μαρτυρίες της Ακαδημίας μας, ένας μάρτυρας της Εκκλησίας μας δίνει ξανά το παρών του. Οι οραματισμοί του είναι και δικοί μας. Αιωνία του η μνήμη!

Σήμερα, η κατεχόμενη Παναγία Γα­λακτοτροφούσα είναι εντελώς απογυ­μνωμένη εσωτερικά, βάνδαλοι εισβο­λείς έκοψαν τους σταυρούς από τη στέγη και το καμπαναριό της.

Χαρακτηριστική φωτογραφία, που υπάρχει στο Αρχείο της Βυζαντινής Ακαδημίας Κύπρου, διασώζεται και στον τόμο «The Occupied Churches of Cyprus», έκδοση 2000 και 2001.

Η νότια πόρτα της Εκκλησίας διακρί­νεται ανοικτή και το μόνο που θυμίζει είναι τη βίαιη εξορία των πιστών της και την ερήμωση του μνημείου. Η καθεμιά από τις 520 Κατεχόμενες Εκκλησίες της Κύπρου είναι μια ιστορία αλλοίω­σης της πραγματικής ειρήνης. Αυτή είναι ορθόδοξη πραγματικότητα που έχει αρχή, έχει και συνέχεια. Μόνο που ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο παρεμ­βαίνουν οι Εισβολείς και η άνομη δρα­στηριότητά τους.

Εφόσον δεν ξεχνούμε τι έχουμε και τι μας ανήκει, πίσω από τη γραμμή της Κατοχής και της ντροπής, μπορούμε να συνεχίζουμε!

Η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα θα εί­ναι εκεί και μετά τη φυγή των βανδά­λων. Έστω και αν έχει απογυμνωθεί, η κάθε πέτρα της είναι ιερή και ξαναπλά­θει αναλλοίωτη την ιστορία. Και εμείς όλοι, που σήμερα είμαστε ακόμα πρόσφυγες, κρατούμε στα χέ­ρια μας τα εργαλεία, πάντα έτοιμοι μαζί με τα παιδιά μας, να την συντηρή­σουμε, να την ξανακάνουμε λαμπρή, να την ξαναγεμίσουμε με ύμνους και δεήσεις ιερέων, με ψαλμωδίες και κα­τανυκτικές Ακολουθίες, με τις φωνές των μικρών παιδιών. Γένοιτο!