Εκείνο τον Αύγουστο στο Παλαίκυθρο

Του Γιάννη Χατζηγεωργίου, εφημερίδα Φιλελεύθερος, 09/02/20

Το Σάββατο, 17 Αυγούστου 1974, γύρω στις 10 το πρωί, 17 άνθρωποι δο­λοφονήθηκαν στο Παλαίκυθρο, στην αυλή ενός σπιτιού. Ο επιζήσας της μαζικής σφαγής, Γιώργος Λιασής, μας μιλά για τα γεγονότα.

Η ταινία του Πανίκου Χρυσάνθου «Λουλούδια και Σφαίρες» ήταν η αφορ­μή να ψάξουμε πώς ζει σήμερα αυτός ο άνθρωπος, με τι εφιάλτες κοιμάται τα βράδια, πόσο μίσος μπορεί να κουβα­λά μέσα του γι’ αυτό που βίωσε στα 15 του χρόνια. Η ιστορία είναι γνωστή σε πολλούς: Ο έφηβος τότε Γιώργος Λια­σής έζησε, στη διάρκεια της δεύτερης Τουρκικής Εισβολής, τη μαζική σφαγή μελών της οικογένειάς του, αλλά και γειτόνων του, στην αυλή κοντινού στο δικό του σπίτιού. στο χωριό του. Σώθη­κε, μαζί με ελάχιστους ακόμη, σαν από θαύμα, αν και είχε δεχτεί 11 σφαίρες. Μεταφέρθηκε μετά στην εκκλησία της Βώνης, έπειτα κρατήθηκε στο νοσο­κομείο της Κερύνειας για τρεις μήνες, αφέθηκε τελικά ελεύθερος, τελείωσε το σχολείο στη Λευκωσία και στη συνέ­χεια σπούδασε στην Αθήνα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Μιλήσαμε την προη­γούμενη Πέμπτη.

– Προσπαθήσατε ποτέ να συγχω­ρέσετε εκείνους που δολοφόνησαν, μπροστά στα μάτια σας, αυτούς τους 17 δικούς σας ανθρώπους;

– Δεν μπορώ να συγχωρέσω αυτούς του ανθρώπους-τον οποιονδήποτε εγκληματία. Ναι, είμαι δυνατός στο να αντέξω καταστάσεις, όμως δεν έχω τη δύναμη να προβώ σε συγχώρεση διό­τι δεν έχω το δικαίωμα απέναντι στην οικογένειά μου, στη μητέρα μου, στις αδελφές μου, στους άλλους συγγενείς μου που δολοφονήθηκαν, στους συγ­χωριανούς μας. Αυτοί οι εγκληματίες έκοψαν τη ζωή αυτών των ανθρώπων στη μέση. Κατ’ επέκταση, αυτό δεν αφορά μόνο τους στυγερούς δολο­φόνους της δικής μας οικογένειας και εκείνης του Σουππουρή, αλλά ανα­φέρομαι στους εγκληματίες ανά την Κύπρο, και στις δύο κοινότητες, που διέπραξαν εγκλήματα η μια εις βάρος της άλλης.Ο εγκληματίας είναι εγκλη­ματίας. Δεν υπάρχει διάκριση.

– Νομίζω, όμως, πως και τη δική σας ζωή τη μοίρασαν στη μέση-αν και ζωντανός…

– Πολλά πράγματα, στη δική μου ζωή, παρέμειναν στις 17 Αυγούστου του 1974. Σε εκείνο το Σάββατο. Ήμουν έφηβος και όσα επακολούθησαν ήταν τραγικά. Ναι, η μετέπειτα ζωή μου είχε πολύ μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό.

– Πόσα χρόνια χρειάστηκαν, ώστε να μπορέσετε να κοιμάστε καλά τα βράδια;

– Κάθε μου βήμα, κάθε μου σκέψη, πάντα πηγαίνει προς τα κει. Δεν έπαψα ποτέ να σκέφτομαι τα γεγονότα. Ούτε μέρα! Οι θύμησες είναι βαθιά χαραγ­μένες στο μυαλό μου. Δεν είναι κάτι που μπορεί να φύγει ή κάτι που «ξε­περνιέται». Είναι όλα στη μνήμη μου, λες και έγιναν χθες. Όλα!

– Όταν μπήκατε πρώτη φορά ξανά σε εκείνο το σπίτι και πήγατε πίσω στην αυλή, ποιο ήταν το πρώτο που σας ήρθε στο μυαλό;

– Πρώτη φορά πήγα ξανά στο Παλαί­κυθρο γύρω στο 2007. Τότε είχα επι­σκεφθεί μόνο το δικό μου σπίτι, όχι και το σπίτι του Σουππουρή, εκεί όπου έγιναν οι δολοφονίες. Δεν ήθελα να πάω εκεί. Πήγα, ωστόσο, εκεί, την επό­μενη φορά που επισκέφθηκα το χωριό μου, το 2010, λίγο μετά την κηδεία των λειψάνων, που έγινε τον Μάρτιο του 2009, αφότου βρέθηκε ο ομαδικός τά­φος, το 2007.Ο ομαδικός τάφος βρέ­θηκε-και θέλω να τους ευχαριστήσω και δημόσια γι’ αυτό-κατόπιν πολλών προσπαθειών και πληροφοριών από τον Ανδρέα Παράσχο και τη Σεβγκιούλ Ουλουντάγκ. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, πέρασα στην αυλή… Σκεφτόμουν… Μέσα σε μισή ώρα που κράτησε όλο αυτό, εκείνο το πρωινό της 17ης Αυ­γούστου, δεν μπορούσα να συνειδη­τοποιήσω τι γινόταν. Έβλεπα τη μητέ­ρα μου σκοτωμένη, τις αδελφές μου, τους συγγενείς μας… Εγώ δέχθηκα την πρώτη σφαίρα στο κεφάλι, κάνα δυο άλλες πέρασαν από το σώμα μου, τις ριπές δεν τις είχα νιώσει. Ήταν τόσο δυνατά τα ουρλιαχτά, οι φωνές, τα κλάματα… από τα μωρά… Η αδελ­φή μου, η Χριστίνα, πέθανε στα χέρια μου. Είδα τη μητέρα μου σκοτωμένη με μια σφαίρα στην καρδιά. Οι αδελφές μου και η γιαγιά μου, μου ζητούσαν νερό. Και για κακή μας τύχη, εκείνη τη μέρα δεν είχαμε ούτε νερό. Είχα πάρει ένα καρπούζι από το μπάνιο, το έριξα κάτω και έβρεξα λίγο τα χείλη τους… Θυμάμαι πώς ήταν η βεράντα, το φο­ρείο μετά, εκείνη τη μεγάλη λίμνη αί­ματος… Ήταν τύχη που δεν ήμουν κι εγώ νεκρός. Πόσω μάλλον η μια μου αδελφή, η οποία ζει, ενώ είχε χτυπηθεί από 17 σφαίρες, γιατί είχε κάτω από την κοιλιά της το μωρό της, που ήταν δυο χρονών, στην προσπάθειά της να το σώσει…

– Μπήκατε ποτέ στη διαδικασία να μάθετε ποιοι είναι οι δολοφόνοι;

– Κάποια στιγμή έμαθα ορισμένα ονόματα. Έμαθα και από ποια χωριά ήταν και τι κάνουν σήμερα. Αλλά μόνο πληροφοριακά. Έχω πει, πολλές φο­ρές, ότι οι εγκληματίες και από τις δύο πλευρές, πρέπει να λογοδοτήσουν. Δεν εννοώ να προσαχθούν σε ένα δι­καστήριο και να πάνε φυλακή, αλλά τουλάχιστον, μετά από 45 χρόνια, να συσταθούν επιτροπές στα πρότυπα της Νοτίου Αφρικής, όπου οι θύτες, ενώπιον των θυμάτων και των συγγε­νώς τους, είχαν κάνει προσπάθεια για επίδειξη ειλικρινούς μεταμέλειας. Ας έρθουν αυτοί οι άνθρωποι και να μας πουν ποια ήταν τα κίνητρα που τους ώθησαν να προβούν σε αυτές τις εκτε­λέσεις. Να καταλάβουμε.

– Εσείς, δώσατε ποτέ απάντηση σ’ αυτό;

– Δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω… Επισκέφθηκα επίσης τη Μάραθα, την Αλόα, τον Σανταλάρη. Εκεί διαπράχθη­κε ένα έγκλημα εις βάρος των Τουρ­κοκυπρίων, όπου δολοφονήθηκαν 126 άνθρωποι.

Τι να πω και γι’ αυτό; Πώς μπορείς να σκοτώνεις βρέφη; Και χωρίς λόγο! Το να είσαι στον πόλεμο, στο πεδίο της μάχης, το κατανοώ κάπως. Αλλά τους αμάχους; Τα μωρά; Δεν μπορώ να κα­τανοήσω αυτή τη βαρβαρότητα!

– Μου κάνει εντύπωση που δεν κάνατε τον πόνο σας μίσος… Για κάποιους αυτό θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο στην περίπτωσή σας…

– Ξέρετε, πάλεψα μέσα μου αρκετά για να καταλάβω, να συνειδητοποιήσω και να πιστέψω τελικά, πως με το να μισήσεις ή με το να εκδικηθείς μέσω αντιποίνων, δεν θα οδηγήσει πουθενά. Τον πόνο μας τον κάνουμε συμπαρά­σταση.Ο Χουσεΐν, ο όποιος Χουσεΐν, συμπαρίσταται στις δικές μας οικο­γένειες, είτε είναι από την Άσσια, είτε από το Νέο Χωρίο, είτε από το Παλαί­κυθρο, από οποιοδήποτε χωριό όπου διαπράχθηκαν εγκλήματα εις βάρος μας και εμείς στις δικές τους οικογέ­νειες είτε κατάγονται από τη Μάραθα, είτε από την Τόχνη, στέλνοντας τα μη­νύματά μας για μη επανάληψη παρό­μοιων εγκλημάτων.

– Πάντοτε μιλούσατε γι’ αυτό που σας συνέβη;

– Όχι. Ποτέ προηγουμένως. Δεν μπο­ρούσα. Αυτό ξεκίνησε να γίνεται από την κηδεία κι έπειτα. Όποιος με ρω­τούσε για παράδειγμα, παλιά, για το σημάδι που έχω στο μέτωπό μου από τη σφαίρα, απαντούσα: «έπεσα κάτω και χτύπησα». Δεν ήθελα να μιλώ γι’ αυτά. Δεν ήμουν έτοιμος.Από τη μέρα της κηδείας όμως, νιώθω πως έχω τα­χθεί στο να κοινοποιώ αυτά τα τραγικά γεγονότα που έζησα στα 15 μου χρό­νια. Πρέπει να ενημερωθεί ο κόσμος ότι έγιναν εγκλήματα. Και από δω και από κει.

– Έχετε παιδιά;

– Ναι. Έχω δυο παιδιά. Ο Λούκας είναι μαζί μου στο λογιστικό γραφείο που διατηρώ και η Μαρία μου είναι φαρμακοποιός στη Λευκωσία.

– Φοβάστε για το μέλλον των παι­διών σας;

– Θέλω να ατενίζω το μέλλον με αι­σιοδοξία. Αγωνίζομαι, μάχομαι, για την επανένωση του τόπου μου και του λαού. Δεν έχω χάσει ποτέ την ελπίδα μου. Τα παιδιά μου έχουν μπολιαστεί με το «όπλο» της ειρήνης και της αγά­πης προς τον συνάνθρωπό τους- ανε­ξαρτήτως καταγωγής ή θρησκείας. Μπορεί να με πείτε ρομαντικό, αλλά δεν χάνω την πίστη μου.

– Σας ήταν πάντα εύκολο, μετά το ’74 κι έπειτα από αυτή τη σφαγή που ζήσατε, να αγκαλιάσετε έναν Τουρ­κοκύπριο;

– Πολύ σύντομα είχα συνειδητοποιή­σει ότι δεν είχα να χωρίσω κάτι με έναν Τουρκοκύπριο. Δεν είχα μέσα μου μίσος. Μπροστά μου βλέπω έναν άν­θρωπο. Και αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους φαντάζομαι πως νιώθουν όπως πολλοί από εμάς. Υπάρχουν, βέβαια, οι ακραίοι, οι εθνικιστές, αλλά εμείς δεν θα πάμε μ’ αυτούς-εμείς αυ­τούς θα τους απομονώσουμε! Εμείς θέλουμε να κληροδοτήσουμε στις νέες γενιές, στα παιδιά μας, την αγάπη και τη συνύπαρξη μεταξύ του λαού της Κύπρου. Για να μη ζήσουν αυτά που ζήσαμε εμείς.