Αιχμάλωτοι 1974: Λευτέρης Γεωργίου (Καμηλάρη) από το Παλαίκυθρο Νίκη Γεωργίου – Ππάμπη από τα Λιβερά

Αφήγηση: Νίκη Γεωργίου-Ππάμπη (Από το βιβλίο του Γιώργου Χαραλάμπους « Τα Λιβερά»)

Η γυναίκα η Λιβερκώτισσα, που έγινε σύμβολο καρτε­ρικότητας και προσμονής. Οι φωτογραφίες της, καθώς περιμένει τον σύζυγό της στην αυλή της Ξενοδοχεια­κής Σχολής στην Αγλαντζιά, έκαναν τον γύρο του κό­σμου. Κάθε φορά που αντι­λαμβανόταν ότι ο άντρα της δεν έφτανε, ξεσπούσε σε οδυρμούς. Μέσα σε αυτή την καθημερινή ένταση έχανε τις αισθήσεις της. Το δράμα της προσφυγιάς και του ξε­ριζωμού και η προσμονή του άντρα της την απασχολούσαν καθημερινά. Περπατούσε πέ­ντε χιλιόμετρα κάθε μέρα, για να βρί­σκεται στην αυλή της Ξενοδοχειακής Σχολής όπου χιλιάδες άλλα άτομα πε­ρίμεναν τους δικούς τους να γυρίσουν από την αιχμαλωσία και από τα μπου­ντρούμια των φυλακών της Τουρκίας. Κάποιοι επέστρεψαν. Κάποιοι δεν γύ­ρισαν ποτέ και ακόμα αγνοούνται…

Προλάβαμε και ανεβήκαμε στο τε­λευταίο φορτηγό…

Η Νίκη Γεωργίου-Ππάμπη κατάγεται από τα Λιβερά. Αρραβωνιάστηκε τον Λευτέρη Γεωργίου από το Παλαίκυ­θρο. Το 1963 παντρεύτηκαν και κατοί­κησαν στη Λευκωσία στην περιοχή Ιπ­ποδρομίων, ακριβώς απέναντι από το στρατόπεδο της Τουρδύκ.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1974 με τους Τούρκους, δεν ήξεραν τι απέ­γιναν οι συγγενείς του άντρα της στο Παλαίκυθρο και αποφάσισαν με τον σύζυγό της να επισκεφτούν το χωριό του,για να δουν τους γονείς του άντρα της. Είχε πια αρχίσει η δεύτερη φάση της Εισβολής, όταν έφτασαν στο Πα­λαίκυθρο. Η ίδια αφηγείται τις τραγικές στιγμές που έζησε στο Παλαίκυθρο:

«Στο Παλαίκυθρο σε μια στιγμή εφω­νάζαν να φύγουμε και έρκουνται οι Τούρκοι… Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε και άρχισαν να φεύγουν ομαδικά για να γλυτώσουν. Προλάβαμε και ανεβή­καμε στο τελευταίο φορτηγό που έφευ­γε από το Παλαίκυθρο. Μπήκαμε στην κάσια του φορτηγού εγώ, ο άντρας μου ο Λευτέρης και η μικρή οκτάχρο­νη κόρη μας. Επίσης, η κουνιάδα μου Δώρα και τα πεθερικά μου.

«Η κάσια του φορτηγού εγέμισε ασφυ­χτικά και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση τη Μια Μηλιά. Με τον φόβο ζωγραφισμέ­νο στα πρόσωπα όλων κατευθυνθήκα­με προς την Αγλαντζιά, στο ξωκλήσι του Άη Δημήτρη. Όταν εκοντέψαμε, είδαμε πολλούς στρατιώτες μέσα στον δρόμο. Υποθέσαμε πως ήταν σίγουρα δικοί μας. Τα αυτοκίνητα που έφευγαν ήταν ουρά στον δρόμο και με δυσκο­λία εκινούντο. Όταν αρκέψαν τζαι εμι­λούσαν, εκαταλάβαμε πως ήταν Τούρ­κοι. Αρκέψαν φωνές να κατεβούμε κάτω από τα αυτοκίνητα. Το φορτηγό μας ήταν ψηλό. Εστάθηκε ένας Τούρ­κος πίσω που την κάσια του φορτηγού τζαι έβαλε το πόδι του τζαι επατού­σαμε πάνω, για να κατεβούμε που το φορτηγό. Την ώρα που εκατεβαίναμεν ακούστηκε ένας κρότος από την κάσια του φορτηγού. Μέσα στον συνωστισμό που επικρατούσε εκείνη την ώρα, είχε μιαν κορούα τζαι που τα σπρωξίματα να κατεβούν έππεσέν της έναν πιστό­λι που εκράτεν πάνω της. Είδαν το οι Τούρτζιοι το πιστόλι. Εσυνάξαν μας τζαι εμετρήσαν μας… ήμαστε 215 γυ­ναίκες, εκτός τους άντρες. Τζαμαί που εκατεβήκαμε είχε μιαν μάντρα. Ήταν γύρω στις μια το μεσημέρι, Τετάρτη 14 Αυγούστου 1974.

Τους αντράδες μας εξεχωρίσαν τους που τους άλλους, εδήσαν τους τα μμάθκια τους τζαι τα σιέρκα τους τζαι ετραβήσαν τους που κοντά μας. Όταν επιάσαν τον άντρα μου, τον Λευτέρη Γεωργίου που το Παλαίκυθρο, τζαι επαίρναν τον να τον δήσουν, εγύρισε το βλέμμα του πίσω σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Επήα κοντά του τζαι λαλεί μου ψιθυριστά:

– Έχω ριάλλια μέσα στην πούγκα μου τζαι πιάστα… εν 75 λίρες!

Έπεψα την κόρη μου τη Μαρία, η οποία ήταν 8 χρονών, τζιαι ετυλίχτηκεν πάνω στον τζύρη της, τζαι μέσα στη φασα­ρία που επικρατούσε τζείνη την ώρα, εκμεταλλεύτηκέ το, τζαι έδωσέ της το πορτοφόλι του με τες 75 λίρες. Ύστερα εδήσαν τον τζιαι επιάσαν τον μαζί με τους άλλους άντρες τζ’ εφύ­αν. Εμείς εκλαίαμε τζαι οδυ­ρούμαστεν τζαι εφωνάζαμε… μα ποιος να μας ακούσει…

Οι Τούρτζιοι εθκιαλέαν κο­πέλες τζαι εβιάζαν τες!

«Μόλις απομάκρυναν τους αντράδες μας, οι Τούρκοι στρατιώτες εμαντρίσαν μας μέσα στην μάντρα, όπως το κοπάδιν. Φαίνεται ότι οι Τούρκοι στρατιώτες έψαχναν τη νεαρή που της έπεσε το πιστόλι και επεριφέρουνταν μέσα στο πλήθος των γυναι­κών, για να την αναγνωρί­σουν. Ήταν μια νεαρή περί­που δεκατεσσάρων χρονών. Μας είχαν περικυκλωμένες μέσα στην μάντρα τζιαι επρο­σέχαν μας οι Τούρτζοι με τα όπλα.

Όταν άρκεψε να νυχτώνει, έπιασα το μωρό μου που το σιέριν τζαι ετρύπωσα μέσα σε ένα στιάδι της μάντρας τζαι έκαμνα πως ετζοιμούμουν. Έσφιγγα τη Μαρία μου μέσα στην αγκαλιά μου τζαι επαρακάλουν τον Θεό να μας γλυ­τώσει που τα σιέρκα τους Τούρκους. Άμα ενύχτωσε καλά, ήρταν οι Τούρκοι και με την απειλή των όπλων εθκιαλέ­ξαν κοπέλες νέες τζαι επιάσαν τες τζαι εφύαν. Επαίρναν τες τζαι εβιάζαν τες τζαι έρκουνταν τζαι εθκιαλέαν άλλες, τζαι ούλλη νύχτα εκλαίαν οι κορούες.

Εμπήαν τη μούττη του όπλου πάνω μας τζαι εγυρίζαν μας, για να δουν αν εί­μαστε νέες, για να μας πάρουν να μας βιάσουν.

Σε μια στιγμή ήρταν οι στρατιώτες κο­ντά μου… τζείνην την ώρα επάωσε το γαίμαν μου. Εμπήξαν τα όπλα τους πάνω μου τζαι εγυρίσαν το σώμα μου να με δουν.

Άκουσα τον ένα που τους δκυο στρατι­ώτες τζαι είπε:

-Γιοκ τουρ… τσιοτσιουκλαρί βαρ…

Εκατάλαβα ότι ελαλούσαν, «έννεν καλή τούτη, έσιει μωρά…» Εφύγαν χω­ρίς να με αγγίξουν. Ευτυχώς που εγλύ­τωσα που τα σιέρκα τους.

Οι Τούρτζιοι εβάλαν μας γραμμή να μας παίξουν

Εκάμαμεν τέσσερις μέρες βαούμενες μέσα στη μάντρα, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό… ούλλη νύχτα, ούλλη μέρα έτρω­έν μας ο φόος!

Την τέταρτη ημέρα οι Τούρκοι στρατι­ώτες εβάλαν μας γραμμή τζαι οπλίσαν τα όπλα να μας παίξουν. Τότε εμείς αρ­κέψαμε τες φωνές, τα κλάματα τζαι τες μουγγαρκές. Ακούσαν την φασαρία δκυο αξιωματικοί Τούρκοι τζαι ήρταν κοντά μας την ώρα που ετοιμάζουνταν να μας σκοτώσουν. Εμουντάραν οι αξι­ωματικοί πάνω στους στρατιώτες τζαι εδέραν τους, ακούσαμε που τους εξι­τιμάζαν οι αξιωματικοί τζαι ελαλούσαν τους… Κιοπέκ! (σκύλλοι).

Ήρταν κοντά μας οι αξιωματικοί, εμείς εκλαίαμεν γοερά τζαι οδυρούμαστεν… Επάθαμε σιοκ. Ενέψαν μας να φύου­μεν τζαι εν επιστεύκαμεν στα μάθκια μας.

-Πού να πάμεν, λαλούμεν τους… Εδεί­ξαμέν τους τζαι εμείς με νοήματα… Να στραφούμε πίσω στο Παλαίκυθρο;  

Ενέψαν μας, «όχι».

Εδείξαμέν τους προς το Καϊμακλί… τζαι πάλιν απαντήσαν μας… «όχι». «Αγλαντζιά…», είπε ο αξιωματικός, τζαι έδειξέ μας με το δακτύλι του πόθεν να πάμεν.

Εξεκινήσαμε μέσα στα χωράφκια τζαι εθωρούσαμε τζαι πίσω μας μεν πα τζαι παίξουν μας. Δεν εξέραμε που επηαί­ναμε… μόνο ετρέχαμε μέσα στα χωρά­φια.

Πριν να φύουμεν, όμως, είσιεν έναν άδρωπο δικό μας, ο οποίος ήταν γέ­ρος, πρέπει να ήταν τζείνος που είσιεν την μάντρα, τζαι λαλεί μου:

-Κόρη, έννεν κρίμα τούτο το μωρό, έσιει τέσσερις ημέρες, εν έφαεν τίπο­τε… Έλα να γαλέψω μιαν τσούρα να πιει λλίον γάλα!

«Έδωσε το γάλα της Μαρίας μου τζαι ήπιεν το. Μόλις το ήπιεν όμως, εγυρί­σαν τα μμάθκια του μωρού τζαι ήρτεν το άσπρο των μμαθκιών τζαι αμέσως εφύρτηκεν. Μόλις είδα την κόρη μου φυρμένη, έγυρα τζαι’ γιω που την άλ­λην τζαι έχασα τες αισθήσεις μου. Εβούρησεν η κουνιάδα μου η Θεοδώ­ρα, έβαλεν το δακτύλι της μέσα στον λαιμό του μωρού τζαι έκαμεν εμετό… αμέσως άρκεψε τζαι εζωντάνευκεν το μωρό. Εποφύραν με τζαι μένα τζαι εξεκινήσαμεν βουρητές μέσα στα χω­ράφια να φύουμεν. Ύστερα που κα­μιάν ώρα βούρος μέσα στα χωράφκια εφτάσαμε σε μια μάντρα… πρέπει να ήταν κοντά στο ΣΟΠΑΖ. Εκοντοσταθή­καμε, να βεβαιωθούμε αν είμαστε σε δικό μας τόπο. Κοντά στην μάντρα εί­σιεν έναν άδρωπο τζαι εστέκετουν τζαι εθώρεν κατά πάνω μας.

-Είμαι γριστιανός, μεν φοάστε… ελάτε, είπεν μας.

«Επήαμεν τζαμαί στη μάντρα του τζαι εκάτσαμε να ξιποσταθούμε. Είσιεν μηχανή τζαι εξεκίνησε την τζαι ήπιαμε νερό τζαι εξεδιψάσαμε. Ήταν Αύγου­στος τζαι ήταν πολλή η πυρά. Ενιφτή­καμε τζαι εξεκουραστήκαμε. Ο άν­θρωπος που είσιεν την μάντρα επήεν κάπου τζαι ειδοποίησεν τζιαι ήρταν φορτηγά αυτοκίνητα. Εμπήκαμε μέσα στες κάσιες των φορτηγών τζαι επή­ραν μας στη Δασούπολη τζαι αφήκαν μας στο Δημοτικό Σχολείο.

«Ύστερα που κανένα-δύο μήνες έμα­θα ότι αρκέψαν τζαι εφέρναν αιχμα­λώτους στην Ξενοδοχειακή Σχολή. Έπιαννα το μωρό που το σιέριν τζαι περπατητές επηαίνναμε στην Ξενοδο­χειακή Σχολή στην Αγλαντζιά, όπου έρκουνταν τα λεωφορεία των αιχμα­λώτων. Εκαρτέρουν να έρτει ο άντρας μου, που συνελήφθηκε αιχμάλωτος μπροστά στα μμάθκια μας. Ο άντρας μου, όταν ήταν στην Τουρκία αιχμάλω­τος, εζητήσαν του τη διεύθυνση, για να στείλουν μηνύματα στους δικούς του. Δεν ήξερε ούτε πού ήταν οι δικοί του, δεν ήξερε ούτε αν εζούσαν, τζαι πού ήταν. Είσιεν ένα κουμπάρο, που ήταν μάειρας στο Γενικό Νοσοκομείο Λευ­κωσίας, τζαι εσκέφτηκε να στείλει μή­νυμα εκεί.

«Ο κουμπάρος του ήταν ο Αλέκος, που το Συριανοχώρι του Μόρφου. Όταν έπιασε ο κουμπάρος ο Αλέκος το μή­νυμα που τον άντρα μου, ήρτε τζαι ήβρεν με. Λαλεί μου: «Ο Λευτέρης ζει τζαι εν αιχμάλωτος στην Τουρκία, έκα­με στην Αμάσεια τζαι στα Άδανα της Τουρκίας».

Κάθε μέρα εφέρναν αιχμαλώτους τζαι ο άντρας μου δεν έρκετουν

Κοντά στην εκκλησία του Άη Νικό­λα, στον Λυκαβητό, είχε γραφείο του Ερυθρού Σταυρού τζαι επήαιννα περ­πατητή τζαι έστελλα του άντρα μου μηνύματα. Κάθε μέρα ήμουν στην αυ­λήν της Ξενοδοχειακής Σχολής στην Αγλαντζιά τζαι εκαρτέρουν να έρτει ο άντρας μου. Κάθε μέρα εφέρναν τρία-τέσσερα λεωφορεία αιχμαλώ­τους τζαι ο άντρας μου δεν έρκετουν. Έκλαια κάθε μέρα τζαι εφύρνουμουν πό’ ξω που την Ξενοδοχειακή Σχολή στην Αγλαντζιά.

«Ήταν, θυμούμαι, η προτελευταία φορά που θα εφέρναν αιχμαλώτους τζαι ήμουν με τες αδελφές μου, τη Μαρία, την Ελένη τζαι την Ορθοδοξία (Γιαλλούρα) τζαι τους αντράδες τους. Μόλις ήρταν τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους τζαι αρκέψαν τζαι εκα­τεβαίνναν, είπαν μου πως σαν να τζαι είδαν τον Λευτέρη τον άντρα μου. Εγιώ που τα κλάματα εν εθώρουν μπροστά μου.

Την ώρα που εκατεβαίνναν που τα λεωφορεία, είδαν τον Λευτέρη που εκατέβαιννε τζαι εφωνάξαν του. Εδεί­κλησε πίσω ο Λευτέρης τζαι, μόλις με είδεν, εβούρησεν, ήρτεν κατά πάνω μου, αγκάλιασέ με τζαι η πρώτη του κουβέντα ήταν:

-Πού εν το μωρό;

Εκείνη την ημέρα δεν την είχα πάρει μαζί μου… Λαλώ του, «Εν καλά το μω­ρόν, μεν έσιεις έννοια». Σαν εμιλούσαμεν, αρπάξαν τον οι αστυνομικοί τζαι οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού τζαι εμπήκαν μέσα στο κτίριο της Ξενοδο­χειακής Σχολής.

Όπως μου ελάλεν, εβάλαν τους αμέ­σως τζαι εφκάλαν τα ρούχα τους τζαι εκάψαν τούς τα, γιατί εφοούνταν από αρρώστιες, εκάμαν μπάνιο, εμπολιά­σαν τους τζαι εδώκαν τους ρούχα καθαρά τζαι εφορήσαν. Ύστερα επα­ραλάμβανέν τους η αστυνομία τζαι εδιούσαν κατάθεση.

Εκάμαν θκυό ώρες να φκουν έξω. Όταν ετέλειωσεν, επιάσαμέν τον τζαι επήαμε στο σπίτι όπου έμενεν η αδελ­φή μου η Ορθοδοξία, στην Ακρόπολη.

«Η χαρά μου που ξαναβρέθηκα με τον άντρα μου ήταν μεγάλη. Εμείναμε με την αδελφή μου τέσσερα χρόνια… ύστερα εφιλοξένησέν μας η αδελφή μου η Καλλού τζαι μετά επήαμεν στες μπαράγκες, στα σχολεία του Σταυρού στον Στρόβολο. Εκάμαμεν δυόμισι χρόνια μέσα στες μπαράγκες τζαι το 1980 εδώκαν μας σπίτι στον συνοικι­σμό Κόκκινες Στροβόλου. Ο άντρας μου υπόστηκε φρικτά βασανιστήρια στες φυλακές στην Τουρκία και είχε συνεχώς προβλήματα υγείας. Απέθα­νεν στες 4 Αυγούστου το 2010.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω, όσα χρόνια τζ’ αν περάσουν, όσα ετραβήσαμεν στα σιέρκα τους Τούρκους τζαι όσα βάσα­να επεράσαμεν μέχρι να πιάσουμε ένα σπίτι να μπούμε μέσα».