Του Δημήτρη Ανδρέου
Στη συμβολή του πλιθαρόκτιστου και σοβατισμένου τοίχου της κύριας κατοικίας, αναπολήσεις και παρατηρήσεις, μνήμες, θύμισες και νοσταλγίες…
Ο δρόμος με έφερε στη γειτονιά μου, εκεί που κάποτε το πατρικό μου σπίτι ήταν το τελευταίο πηγαίνοντας στην Κυθρέα και το πρώτο που συναντούσαν οι ερχόμενοι στο Παλαίκυθρο, εκεί όπου υπήρχαν δύο μεγάλες πέτρες για το ξεπέζεμα από τα γαϊδούρια. Εκεί όπου κατέφευγα μετά από καυγά με τη μάνα μου και για γινάτι δεν έτρωγα, γιατί δεν μου άρεσε το φαγητό, καταμεσήμερο και καλοκαίρι!
Κοιτάζοντας τον σοβατισμένο τοίχο διακρίνω πλήθος από μικρά κογχύλια σαλιγκαριών. Προχωρώντας διακρίνω, λίγο πιο ψηλά, διάφορες γραμμές, διάφορα γλειψίματα, που δεν σχηματίζουν συγκεκριμένα σχήματα. Προσεκτικά κοιτάζοντας παρατηρώ ότι είναι διαφόρου πάχους και φθάνουν σε διαφορετικό ύψος το κάθε ένα. Άλλα προχωρούν και στριφογυρίζουν σε διάφορα ύψη από τη βάση όπου και σβήνουν.
Προσπαθώντας να δικαιολογήσω και να βγάλω συμπεράσματα, βρίσκω ότι το πάχος και το ύψος που φτάνει η γραμμή του γλειψίματος έχουν σχέση μεταξύ τους! Όσο πιο χοντρή είναι η γραμμή του γλειψίματος τόσο πιο ψηλά φτάνει.
Προσπαθώ να εντοπίσω την πιο χοντρή γραμμή και να ακολουθήσω την πορεία της. Δεν δυσκολεύτηκα, σχετικά εύκολα τη βρήκα, μια αρκετού πάχους και πλάτους γραμμή, να προχωρεί σχεδόν ευθέως προς τα πάνω και σχεδόν συνεχής. Αποφασίζω να την ακολουθήσω, να δω μέχρι πού φτάνει. Προς έκπληξή μου φτάνει μέχρι τη στέγη, στο κρόδωμα, εκεί στο σημείο όπου αρχίζει η στέγη της κατοικίας, κάτω από τα κεραμίδια, με τα μάρμαρα περιφερειακά. Ψάχνω με το βλέμμα να βρω, να εντοπίσω τον χαράκτη της γραμμής. Πραγματικά, εντοπίζω σε χαραμάδα του μαρμάρου ένα μεγάλου μεγέθους σαλίγκαρο. Τόσο ενθουσιασμένος είμαι με την ανακάλυψή μου, που γίνομαι αναδοχός του, τον βαφτίζω και τον ονομάζω «σαλίγκαρος ο μεγαλοπρεπής». Ως ανάδοχός του αποκτώ οικειότητα μαζί του και του παίρνω συνέντευξη. Βρίσκω τρόπο επικοινωνίας μαζί του με τη φαντασία μου. Τον ερωτώ πώς, κόντρα στη βαρύτητα, έφθασε τόσο ψηλά. «Βάζω, μου λέει, σάλια στον τοίχο μαλακώνοντάς τον, μετά γλείφω, έρπω και προχωρώ, κουβαλώντας το καβούκι μου, σαμάρι για να κρύβομαι αν χρειαστεί. Έχοντας ως πυξίδα τις κεραίες μου ,έφθασα ως εδώ». Βίοι παράλληλοι στις κοινωνίες μας, άπειρα παραδείγματα! Ξέχασα να αναφέρω ότι τα σαλιγκάρια είναι ασπόνδυλα και ως εκ τούτου εύκαμπτα και ευέλικτα. Ας αφήσουμε, όμως, τον σαλίγκαρο τον μεγαλοπρεπή στην ησυχία του κι ας προχωρήσουμε σε άλλα, έρποντα μα και ιπτάμενα.
Έπαψα από καιρό να μελετώ τις κοινωνίες των μυρμηγκιών το καλοκαίρι, όταν κουβαλούν τρόφιμα στις φωλιές τους ακολουθώντας συγκεκριμένο κώδικα κυκλοφορίας συνεργαζόμενα σε μεγάλα φορτία, ακολουθώντας ξεχωριστά δρομολόγια. Δεν θα βρεις πουθενά να εμπλέκονται οι πορείες των φορτωμένων με τις πορείες αυτών που επιστρέφουν, για να ξαναφορτωθούν και να κουβαλήσουν προμήθειες και πάλι. Τις μέλισσες και τις πυγολαμπίδες. Τώρα μας ξέμειναν μόνον τα ενοχλητικά κουνούπια, οι μιαρές κατσαρίδες μαζί με τους σφήκες. Ακόμη και το τραγούδι των τζιτζικιών καταντά κάποτε και αυτό ενοχλητικό λόγω διαφόρων παρεμβολών. Οι κηφήνες επιτελούν έργο μια φορά στη ζωή τους, γονιμοποιούν τη βασίλισσα, για να υπάρξει νέο σμήνος μελισσών, οι σφήκες όμως είναι εντελώς άχρηστοι και πολύ ύπουλοι. Μελετώντας τις χαμηλές βαθμίδες της ζωής πλησιάζεις τον Θεό και χαρακτηρίζεις πιο εύκολα τους ανθρώπους.
Πάμε τώρα στο άλλο τοίχο, όπου αρχίζουν σημάδια και προχωρούν από το ύψος γονάτου κανονικού ανθρώπου μέχρι του σημείου όπου άνετα μπορεί να αποθέσει κάποιος ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Προς έκπληξή μου εντοπίζω και δεύτερη ας πούμε στήλη από τρύπες. Η απόσταση μεταξύ τους είναι περίπου δεκαπέντε έως είκοσι μέτρα. Διερωτώμαι τι να είναι αυτές και σε τι χρησίμευαν. Στη μια στήλη βρίσκω ένα κομμάτι ξύλου που μοιάζει να είναι καρφωμένο στον τοίχο. Επιστρέφω στα παλιά και θυμούμαι να υπήρχε νήμα που δενόταν γύρω από τα παλούκια από άκρη σε άκρη. Έρχονται στη θύμηση λέξεις που άκουγα μικρός και νόμιζα ότι είχα ξεχάσει: ψιχιάζω, μιτώνω, λέξεις από τον Όμηρο, μασουρίζω, δκιάστρα, δουλάπι, ανέμη, μασούρι, καννί, ροδάνι, κτένι, μακούτζι. Όλα σύνεργα της υφαντικής τέχνης. Ο καλαμιώνας δεν ήταν μακριά. Από εκεί παίρναμε τα καλάμια για τα καννιά, τα μασούρια, πιδκιαύλια και τις λεγόμενες πιτσίκλες, που χρησιμοποιούσαμε στη γιορτή του Κατακλυσμού. Στον ίδιο τόπο, δρόμο προς Επηχώ και η σκληνιτζερή απ’ όπου παίρναμε σκληνίτζια, απαραίτητα για την οικιακή οικονομία της τότε εποχής. Με αυτά έφτιαχναν οι οικοκυρές μακαρόνια τρυπητά και σάρωθρα, φουρκάλια.
Όσον αφορά την οικιακή οικονομία της εποχής, όλες οι οικοκυρές έφτιαχναν και φύλαγαν μακαρόνια κοφτά, μακαρόνια τρυπητά, φιδέ, τομάτσια, τριν ή ταλιατέλες. Επίσης έφτιαχναν, εκτός από τα υπέροχα γλυκά του κουταλιού, υπέροχα γλυκά και φαγητά φύλλου, όπως καττημέρια από αγνή κορυφή γάλακτος (τσίπα), διάφορα πουρέκια (αναρής, κρέμας, χαλουμιού, χαλουμιού με τηγάνιση ή χιλίμπουρι) και ραβιόλες, ειδικά την εβδομάδα της Τυρινής. Τώρα τα έχουμε ξεχάσει, τους έχουν αλλάξει ακόμη και τα ονόματα…
Εκεί που αναπολώ το παρελθόν, βλέπω σε ένα κόψιμο πλιθαριού κάτι σαν ουρά ερπετού, κάτι που θυμίζει αυτό το ενδημικό ερπετό της Κύπρου. Δεν το ενοχλώ, γιατί σαν ισόθερμο είναι σε νάρκη και δεν θέλω για κανένα λόγο να γδάρω την επιδερμίδα του και να γίνει ένας από εμάς, ξιπετσισμένος κουρκουτάς…
Φεύγοντας από τον καλαμιώνα ακολουθώ για λίγο τον δρόμο προς Βώνη, για να διαπιστώσω αν υπάρχουν ακόμη οι παράγκες αριστερά του δρόμου. Κάτι σημάδια από θεμελιώσεις, διακρίνω. Παρατηρώ επίσης ότι έχουν μια σταθερή απόσταση μεταξύ τους και είναι από πέτρα κτισμένες, δυνατές κατασκευές, υπολογίζω ότι ήταν αποθήκες, πυρομαχικών. Το Σαράντα ήξεραν πώς να αποθηκεύουν πυρομαχικά, εμείς στον εικοστό πρώτο αιώνα τα τινάξαμε όλα στον αέρα…
Η περιοχή όπου βρίσκομαι είναι τα πάνω αλώνια του Παλαικύθρου, εκεί όπου ο Σπυρής ( Χρήστος Σπύρου), βοσκός, έχασε το χέρι του περιεργαζόμενος μια βόμβα. Όλα τούτα ήταν στρατόπεδα στον πόλεμο του Σαράντα. Σκέφτομαι λίγο και προσπαθώ να δικαιολογήσω γιατί στη συγκεκριμένη περιοχή. Αναπολώ πώς ήταν τότε η περιοχή, τι ζητάς να έχει ένα στρατόπεδο; Προσβασιμότητα σε νερό, συγκοινωνίες, αρκετή έκταση. Όλα τούτα συνυπάρχουν στη συγκεκριμένη περιοχή: νερό αδιάκοπο από τον Κεφαλόβρυσο, σιδηρόδρομος, (λίγο πιο πάνω ο σταθμός του Τραχωνίου), πολύ κοντά και εύκολη επαφή με τη Λευκωσία. Περιττό να αναφέρω τις πολυάριθμες ταβέρνες και καφενεία που αναπτύχθηκαν, λόγω στρατοπέδων, τότε στο Παλαίκυθρο.
Η ώρα όμως περνά γρήγορα, η περιδιάβαση-με τα πόδια και… τον νου, τελειώνει…