Τους φύλαξαν τα χρυσαφικά!

Της Αιμιλίας Χριστοφή (ΚΥΠΕ) Εφημερίδα Αλήθεια 13/8/2018

Είχαν κρύψει τα χρυσαφικά σε χαρτζί, τα έθαψαν στην αυλή του σπιτιού τους στο Παλαίκυθρο και έφυγαν. Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα και επισκέ­φτηκαν το σπίτι τους, οι Τουρκοκύπριοι που κατοικούσαν σ’ αυτό τους έδωσαν τα χρυσαφικά τους. Τα είχαν βρει και τα είχαν φυλάξει…

Λίγα ρούχα, σεντόνια και μια κουβέρτα για τους γονείς, τα παιδιά, τον παππού και τη γιαγιά, χώρεσε η βαλίτσα που ήταν φυλαγμένη για ειδικές περιπτώ­σεις. Η μικρή Κάτια έβαλε σε μια τσα­ντούλα άσπρες φανέλες και μαύρα παντελονάκια, από αυτά που φορού­σαν τα μικρά στη Γυμναστική. Τα είχε ήδη ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα, γιατί άκουσε από τους στρατιώ­τες ότι θα έρχονταν οι Τούρκοι σύντο­μα και στο Παλαίκυθρο. Οι γονείς της, Ανδρέας και Δήμητρα, κλείδωσαν το σπίτι άρον-άρον και μπήκαν στο αυτο­κίνητο. Φώναξαν και στον Παπά Νίκο, γείτονα, ότι έφευγαν. Στοίβαξε και αυ­τός την οικογένειά του στην καρότσα του τρακτέρ. Ήταν ώρα να φύγουν, «αλλά έχει ο Θεός, σε λίγες μέρες θα επιστρέψουμε σπίτι, σκε­φτόταν η κ. Δήμητρα». Και έφυγαν…

Στον Συνοικισμό

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, η Δήμητρα Χριστο­δούλου ζει με τον σύζυγό της Ανδρέα στον συνοι­κισμό Στρόβολος 3. Δεν μπόρεσαν να επιστρέ­ψουν στο σπίτι τους. Ήταν από τους τυ­χερούς που έφυγαν. Άλλοι στάθηκαν άτυχοι. «Χωρίς βενζίνη στο αυτοκίνητο και με σκασμένο λάστιχο, η κουμέρα Γιαννούλα δεν μπόρεσε να φύγει. Δο­λοφονήθηκε από τους Τούρκους μαζί με τη μάνα και τις αδελφές της, το αγο­ράκι της και άλλους».

14 Αυγούστου 1974. Η Κάτια θυμά­ται τι έκανε το βράδυ πριν το μεγάλο κακό. «Μέσα στην τσαντούλα μου έβαλα τις κιλότες μου, το παντελονάκι μου, τις άσπρες φανελούδες μου, και με το ζόρι τους έβαλα να κατεβάσουν τη βαλίτσα και να βάλουν κάτι για τον καθένα μέσα». Η κ. Δήμητρα θυμάται τη νύχτα πριν την προσφυγιά. «Όλη νύ­χτα δεν κοιμηθήκαμε. Τα αυτοκίνητα πήγαιναν πάνω-κάτω, η γειτονιά όλη έξω. Είχαμε ένα αυτοκίνητο έξω, του σύγαμπρού μου, Σωτήρη, που ήταν στρατιώτης λίγο έξω από το χωριό και πηγαίναν τα μωρά στους στρατιώτες λίγο καρπούζι, νερό, κανένα χαλλούμι.

Ο Σωτήρης είπε στα μωρά μου: «Ελάτε τα κλειδιά μου και το αυτοκίνητό μου να το πιάσετε και να φύγετε, γιατί εμάς θα μας σηκώσουν». Έτσι έγινε. Ήρθαν τα μωρά και μας έφεραν το χαμπάρι και πήγα απέναντι που είχε μια οικογέ­νεια με εννέα μωρά. Ο μπαμπάς ιερέ­ας, έμεναν στο απέναντί μας σπίτι.

Η φυγή

Η κ. Δήμητρα είπε στον παπά ότι θα έφευγαν και να φύγουν όλοι μαζί, να τους ακολουθήσουν. Πήρε και εκεί­νος την απόφαση. Έβαλε και εκείνος τα μωρά στην καρότσα του τρακτέρ και μαζί με την πρεσβυτέρα Μαρούλα, ακολούθησαν την οικογένεια Χριστο­δούλου για «όπου μας βγάλει η μοίρα μας», είπαν.

Προς Βαρώσι

Στον δρόμο, ειδοποίησαν και την αδελφή του κ. Ανδρέα, που είχε και εκείνη αυτοκίνητο και στοιβάχτηκαν σε δύο αυτοκίνητα 14 άτομα. Πήραν τον νέο δρόμο του Βαρωσιού. Ο κ. Αν­δρέας θυμάται: «Ουρές τα αυτοκίνητα. Πήγαμε Στρογγυλό, μετά Άσσια και προχωρήσαμε στην Ξυλοτύμπου. Πή­γαν όλοι προς τις Βάσεις». Είχαν ένα γνωστό στην Ξυλοτύμπου, που τους πήρε στο σπίτι που ανήκε στον ποιητή Κυριάκο Καρνέρα. Ο γιος του έλειπε στον στρατό και η νύφη πήγε να μείνει με τα πεθερικά της.

Οι εικόνες

Τα μωρά του ζεύγους Χριστοδούλου είχαν το καθένα, από μια εικόνα στα χέρια: Ο Κυριάκος κρατούσε τον Άγιο Γεώργιο, η Κατερίνα την Αγία Παρα­σκευή και ο Χριστάκης τον Άγιο Νε­κτάριο. Κανείς δεν θυμάται, γιατί κρα­τούσαν τις εικόνες. Αλλά η Κάτια λέει: «Δεν ξέραμε πώς να ενεργήσουμε εκείνη την ώρα».

Για τον κ. Ανδρέα, «το πιο δύσκολο, λέει, και χειρότερο σε αυτές τις κατα­στάσεις, ήταν που δεν είχαμε Πολιτική Άμυνα, που να καθοδηγήσει τον κό­σμο να φύγει. Δεν είχαμε. Ο καθένας όπως έκοφκε ο νους του. Άλλοι έφευ­γαν, άλλοι έμειναν εγκλωβισμένοι. Όσους πήγαιναν προς το αεροδρόμιο στην Τύμπου, τους έπιανε ο τουρκικός στρατός. Ο μόνος άδειος δρόμος ήταν ο νέος δρόμος του Βαρωσιού…».

Φωτιές

Λέει η κ. Δήμητρα: «Και την ώρα που φεύγαμε, αν ήθελαν, μπορούσαν να σκοτώσουν, αλλά ήθελαν απλώς να φύγει ο κόσμος. Τα αυτοκίνητα ήταν ουρές, τα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω».

Νεκροί

Θυμάται όταν έφευγαν, τα χωράφια με τα σιτάρια και τα κριθάρια, έπαιρναν φωτιά. Όπως έβγαιναν από το χωριό, η κ. Δήμητρα γύρισε πίσω και αντίκρισε ένα μαύρο σύννεφο με καπνό. Νόμι­ζες ότι πήρε όλο το χωριό φωτιά, γιατί καίγονταν τα σπαρτά.

Θυμάται τους γείτονες και συγχωρια­νούς, που η μοίρα στάθηκε άδικη μαζί τους. «Είχαμε γείτονες που είχαν τα δικά τους αυτοκίνητα αλλά ήταν επί­ταξη και οι συγγενείς τους έμειναν και σκοτώθηκαν. Η κουμέρα η Γιαννούλα πήγε να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και δεν είχε βενζίνη. Έσπασε τζαι το λά­στιχο, 17 άτομα δύο οικογενειών από εκείνο το σπίτι μόνο: Παππούς, γιαγιά, θείος με ειδικές ανάγκες, η θυγατέ­ρα μαζί με τις τέσσερις κόρες της και δύο αγόρια, η οικογένεια Σουππουρή, όλους στον ίδιο τόπο τούς σκό­τωσαν».

Ξυλοτύμπου

Στις 15 Αυγού­στου, ανήμερα της Παναγίας, η οικογένεια Χρι­στοδούλου πήγε εκκλησία στην Ξ υ λ ο τ ύ μ π ο υ . Χαρακτηριστικό ήταν το κλάμα που ακουγόταν στην εκκλησία. «Πήγαμε στην εκκλησία και ήταν γεμά­τη κόσμο που έκλαιγε. Σαν εμάς πάρα πολλοί. Βρήκαμε ορισμένους συγχω­ριανούς μας… Είχε έναν κύριο από τα Κοκκινοχώρια, έφερε κρεβάτια και τον ρώτησαν πού θα τα βάλει όλα εκείνα. Και είπε: «Ξέρετε ότι θα μείνουμε δα­μαί, δεν θα πάμε πίσω». Ήταν απίστευ­το πράγμα. Νομίζαμε ότι αστειευόταν. Ήταν μια εξωπραγματική κατάσταση, σαν μια τανία η ζωή μας εκείνες τις μέρες…». Οι τρεις οικογένειες έμειναν στην Ξυλότυμπου για ένα μήνα.

Τα χρυσαφικά

Μια βδομάδα πριν την προσφυγιά, μετά την πρώτη Εισβολή, η κ. Δήμη­τρα μάζεψε τα χρυσαφικά της και τα ασημικά της οικογένειας. «Μέσα στην αυλή μας είχαμε λεμονόδεντρα. Κάνα­με ένα λάκκο μικρό, έβαλα ένα χαρτζί, βάλαμε δύο σετ πηρουνομάχαιρα, δύο σετ πιατικά, τα ασημικά μας, όλα εκεί. Βάλαμε από πάνω ένα λάστιχο και λίγο χώμα. Και είπαμε, αν ζήσουμε, θα τα ξαναδούμε».

Ύστερα από 29 χρόνια τα είδαν ξανά!

Στο σπίτι τους. Η κ. Χριστοδούλου αναφέρει ότι τα εγγόνια της, όσο και η κόρη της Κάτια, της ζητούσαν να επι­σκεφθεί το σπίτι τους, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. «Μάμμα, της έλεγε η Κάτια, η κοπέλα η Τουρκού, η κοπέλα που κάθεται σπίτι μας, μου είπε να πά­εις σπίτι σου», θυμάται η κ. Δήμητρα. «Αλλά εγώ δεν μιλούσα. Γιατί να πάω, σκεφτόμουν. Όλοι οι συγγενείς μου επισκέφθηκαν το σπίτι μας, και πάντα η κοπέλα που μένει εκεί ρωτούσε αν ήταν μαζί τους η μάμμα της Κάτιας». Τελικά ο κ. Ανδρέας και η κ. Δήμητρα πήραν την απόφαση να επισκεφθούν το χωριό τους και να δουν το σπίτι τους. «Είδα έναν άνθρωπο κάτω από τη λεμονιά και σκάλιζε. Του φώναξα και μόλις με είδε φωνάζει στα Τούρκι­κα: «Εμινέ, ήρθε η μάμμα της Κάτιας». Με κατάλαβε, γιατί με την κόρη μου έχουμε την ίδια φυσιογνωμία.

Tα είχαν φυλαμένα!

Πράγματι, ήρθαν, με αγκάλιασαν και μπήκα στην αυλή του σπιτιού μου. Προ­χώρησα στη λεμονιά. Σταθήκαμε όλοι εκεί που θάψαμε τα χρυσαφικά. Η εγ­γόνισσά μου με προέτρεπε να πω κάτι.

Η μεγάλη κόρη της Εμινέ ρώτησε στα Αγγλικά την Κάτια, αν έψαχνα κάτι που αφήσαμε στην αυλή. «Ναι», απάντησε η Κάτια. Έτρεξαν κόρες και μάνα, ξε­κάρφωσαν το ερμαράκι του πάγκου όπου τα φύλαξαν και μου τα έφεραν μέσα σε ένα πανέρι. Όπως μου τα έφεραν, εγώ λιποθύμησα. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ο Ανδρέας ήταν έξω και μιλούσε με συγχωριανούς. Ήταν όλα μέσα. Τα φύλαξαν, γιατί φοβού­νταν μήπως έρθουν ξένοι, Ανατολίτες και τα πιάσουν… Φαντάζεσαι τι μόρ­φωση είχε αυτή η κοπέλα, η Εμινέ και ο Γιουκσέν, ο οποίος είναι και εκείνος από το Παλαίκυθρο. Η γιαγιά του, λέει η Κάτια, μας γνώριζε, ήξερε ότι ποτέ δεν ενοχλούσαμε τους Τουρκοκύπρι­ους. Φαίνεται ήθελαν να τα προστα­τεύσουν. Πράγματι, τα προφύλαξαν όπως τα βρήκαν στο χαρτζί.

Ανθρωπιά

Στο οδόφραγμα κατά την επιστροφή στη Λευκωσία, τους σταμάτησαν. Και η Κάτια τους είπε: «Θα βρείτε εκείνα που αφήσαμε και μας τα έδωσαν». Και όταν έμαθε τι έγινε, ο «αστυνομικός» φώναξε και στους συναδέλφους του να δουν και τους λέει: «Δείτε, υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. Έδωσαν σε αυτά τα πλάσματα όλα αυτά τα πράγματα που ήταν χωσμένα 29 χρόνια». Και τους άφησαν να περάσουν.

Θα το έκαια

«Αν ήξερα ότι δεν θα επιστρέφαμε ξανά στο σπίτι μας, θα το έκαια», σκέ­φτεται και λυπάται ο κ. Ανδρέας». Έπει­τα από 44 χρόνια, καθημερινά η σκέ­ψη είναι στο χωριό. Το κέντημα με την ημερομηνία «Εγίναμεν πρόσφυγες 14 Αυγούστου 1974», που είναι καδρω­μένο ψηλά στον τοίχο του διαδρόμου της προσφυγικής οικίας του ζεύγους Χριστοδούλου, που κέντησε η γιαγιά Μαρίτσα, έχει πολλά να πει…