Ομιλία στην Αθήνα στην Κυπριακή Εστία στην εκδήλωση «Δεν ξεχνώ» – Oδοιπορικό στις κατεχόμενες περιοχές της πόλης και επαρχίας Λευκωσίας (Κυθρέα, Παλαίκυθρο, Ομορφίτα, Αγ. Κασσιανό, Τράχωνα, Γερόλακκο) στις 18 Φεβρουαρίου 2018

Ειρήνη Γαβριήλ-Αφαντίτη, Κοινοτάρχις Παλαικύθρου

Αγαπητές Κυρίες

Αγαπητοί Κύριοι,

Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε να μιλήσω στη συγκέντρωσή σας. Πρώτα-πρώτα θα ήθελα να πω λίγα λόγια για το αγαπημένο μας χω­ριό, για να το γνωρίσετε έστω και νο­ερά.

Το χωριό μας, το Παλαίκυθρο, ένα μικρό και πολύ όμορφο χωριό, βρίσκε­ται ανατολικά της Λευκωσίας και απέ­χει μόλις 10 χιλιόμετρα από αυτή. Τόσο κοντά μα και τόσο μακριά για μας, με τους κατοίκους του σκορπισμένους σε όλη την Κύπρο. Το όνομά του το πήρε από ένα από τα εννέα αρχαία βασίλεια της Κύπρου, τους Παλαιούς Χύτρους.

Το χωριό μας από το 1101μ.Χ. μέχρι το 1570, επί Φραγκοκρατίας και Ενε­τοκρατίας, λεγόταν Παλαίκυθρο. Ήταν δε το πλουσιότερο και πολυπληθέστε­ρο της περιοχής και είχε υπό τη διοί­κησή του 16 χωριά. Γειτονικά χωριά του Παλαικύθρου είναι η Μια Μηλιά, η Κυθρέα, το Νέο Χωρίο Κυθρέας, το Τραχώνι Κυθρέας, η Βώνη και το Έξω Μετόχι.

Πριν την Εισβολή το χωριό είχε 1100 κατοίκους Ελληνοκύπριους και 250 Τουρκοκύπριους, καθώς ήταν μικτό χωριό μέχρι το 1963, που κατοικούσαν στη δυτική πλευρά του χωριού. Είχαν και δικό τους τζαμί όπου εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Το 1963 όμως, κατόπιν προτροπής της Τ.Μ.Τ. και χωρίς κανένα λόγο, εγκατέλειψαν, παίρνοντας τα κινητά υπάρχοντά τους, το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτο­νικά, αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά, (Τζιάος, Επηχώ, Μόρα).

Δεν είχαν κανένα λόγο να εγκαταλεί­ψουν το χωριό, γιατί οι σχέσεις Ελλη­νοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήσαν εξαίρετες. Αν γινόταν γάμος Ελληνο­κυπρίων ερχόντουσαν και Τουρκοκύ­πριοι και αντίθετα, αν γινόταν γάμος Τουρκοκυπρίων πήγαιναν και Ελλη­νοκύπριοι και όχι μόνο στους γάμους αλλά γενικά σε όλες τις διασκεδάσεις και τα γλέντια. Οι Τουρκοκύπριοι συ­νέχεια ήσαν στα καφενεία των Ελλη­νοκυπρίων να πιουν τον καφέ τους, το ποτό τους και να κουβεντιάσουν. Οι σχέσεις ήσαν αρμονικότατες και αν και έφυγαν από το χωριό ερχόντουσαν και καλλιεργούσαν τα κτήματά τους σε συνεργασία πάντοτε με τους Ελληνο­κύπριους.

Η εκκλησία του χωριού είναι αφιε­ρωμένη στην Παναγία τη Γαλακτοτρο­φούσα με μια εξαίρετη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σήμερα δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Σ’ αυτή έκα­ναν τάματα οι γυναίκες που δεν είχαν γάλα να θηλάσουν τα βρέφη τους, ακόμη και Τουρκάλες. Η εκκλησία μας γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού. Από όλη τη γύρω περιοχή ερχόντουσαν προ­σκυνητές, γινόταν μια μεγάλη πανήγυ­ρη, όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος και όλα τα σπίτια φιλοξενούσαν κόσμο, που ερχόταν στη χάρη Της.

Τώρα η εκκλησία μας είναι συλημέ­νη. Μέσα δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο γυμνοί τοίχοι. Πήγαμε τρεις φορές και λειτουργήσαμε στην εκκλησία μας χοροστατούντος του Επισκόπου Νεα­πόλεως κ.κ. Πορφυρίου. Η τελευταία φορά ήταν πρόσφατα, στις 29 Ιανουα­ρίου. Μεγάλη θλίψη και οδύνη. Όλος ο κόσμος κλαίει. Κλαίμε και παρακαλού­με την Παναγία να βοηθήσει να πάμε στον τόπο μας. Πηγαίνει αρκετός κό­σμος, γύρω στα 500 άτομα. Να μη σου επιτρέπουν να πας στο σπίτι σου, στο χωριό σου, στην εκκλησία σου! Βλέ­πουμε με τα μάτια της ψυχής μας τον ιερέα μας, πατέρα Γεώργιο, να τελεί τη Θεία Λειτουργία, με τη γλυκύτατη φωνή του.

Του πατέρα Γεώργιου το 1974 του έκαναν πάρα πολλά βάσανα: Του έκο­ψαν τα μαλλιά του, του έκαιαν τη γε­νειάδα του με αναμμένα τσιγάρα και μαζί το δέρμα του, του έδεσαν χέρια και πόδια με σχοινιά και τον έσερναν στους δρόμους του χωριού και πολλά άλλα. Δεν σεβάστηκαν τίποτε, ούτε πως ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρω­πος. Μετά από αρκετές μέρες πήγαν τα Ηνωμένα Έθνη στο χωριό και μαζί με άλλους που χρειαζόντουσαν ιατρική περίθαλψη τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Δεν άντεξε όμως ο καλός ιερέας μας, πέθανε σε λίγες μέρες και θάφτηκε μακριά από το αγαπημένο του χωριό. Δεν εγκα­τέλειψε το χωριό, διότι την άλλη μέρα ήταν 15 Αυγούστου, της Παναγίας, και ήθελε να μείνει να λειτουργήσει. Ένα μικρό παράδειγμα από τη δράση των… «ειρηνοποιών», που δήθεν ήρθαν να φέρουν την ειρήνη στο νησί μας και σκόρπισαν τον όλεθρο, τον πόνο και την καταστροφή…

Οι κάτοικοι του χωριού φιλήσυχοι και καλοί νοικοκυραίοι, εργατικοί αλλά και πολύ χαρούμενοι άνθρωποι. Στο χω­ριό υπήρχαν 4 εργοστάσια κατασκευ­ής τούβλων όπου εργάζονταν αρκετοί χωριανοί αλλά και πολλοί άλλοι από τα γύρω χωριά. Επίσης ήταν αναπτυγμένη η γεωργία και η κτηνοτροφία, μιας και το χωριό μας ήταν η καρδιά της Μεσα­ορίας με πολύ εύφορα και γόνιμα χω­ράφια. Είχαμε και πολλούς μορφωμέ­νους ανθρώπους, επειδή η Λευκωσία είναι κοντά μας και μόλις τελειώναμε το Δημοτικό Σχολείο πηγαίναμε στο Γυμνάσιο και αργότερα εργαζόμαστε σε πολύ καλές θέσεις. Και πολλοί ερ­γάτες πήγαιναν για δουλειά στη Λευ­κωσία. Είχαμε πολύ καλή συγκοινωνία του χωριού μας με τη Λευκωσία.

Από το χωριό φύγαμε στις 14 Αυγού­στου του 1974, στη δεύτερη Εισβολή. Όλος ο κόσμος έφευγε αλαφιασμέ­νος χωρίς να ξέρει πού θα πάει. Όσοι έμειναν πέρασαν πάρα πολλά βάσανα: σκοτωμοί, βιασμοί και ό,τι φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Πλήρωσε βαρύ φόρο το μικρό μας χωριό: Είκοσι σκο­τωμένοι και 12 αγνοούμενοι. Μεταξύ αυτών και ο σύζυγός μου. Ενάμιση μήνα ήμασταν παντρεμένοι. Ήμουνα έγκυος το πρώτο μας παιδί και κάναμε χίλια όνειρα για τη νέα μας ζωή. Δυ­στυχώς δεν μας άφησαν να τα πραγ­ματοποιήσουμε. Πέρασα πολύ άσχη­μες μέρες καθώς και όλη η οικογένειά μου. Δεν γνώρισε ο σύζυγός μου τον γιο μας ούτε ο γιος μας τον πατέρα του. Όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα μπορέσουμε να ξεχάσουμε τις δύ­σκολες μέρες που περάσαμε. Καταλή­ξαμε σε ένα γυμνάσιο της Λάρνακας, όπου κοιμόμαστε χάμω, στο δάπεδο του σχολείου και περιμέναμε να μας βάλουν λίγο φαγητό οι στρατιώτες που στρατοπέδευαν εκεί.

Οι βάρβαροι και αιμοδιψείς Τούρκοι δεν λυπήθηκαν ούτε γυναίκες, ούτε ηλικιωμένους αλλά ούτε μικρά παιδιά. Χύθηκαν μέσα στο χωριό τα βάρβαρα θηρία και το μόνο που ήθελαν ήταν να πιουν αίμα από τα αθώα θύματά τους. Οι θύμισες έρχονται συνέχεια στον νου μου και με γεμίζουν οργή και θυμό. Γιατί να χαθούν τόσοι αθώοι, αφού δεν έφταιξαν σε τίποτα; Άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών και με φωνές και λύσσα θέριζαν όποιον έβλεπαν μπρο­στά τους. Κλάματα, φωνές, πόνος. Η πιο καλή μου φίλη δολοφονήθηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, ένα νήπιο 9 μη­νών και ένα κοριτσάκι 6 χρονών, γιατί δεν είχε πού να πάει, αφού ο σύζυγός της ήταν σε επίταξη.

Σήκωσε το νήπιο πάνω από το κεφά­λι της και παρακαλούσε: «Όχι το παιδί μου!» Δεν λυπήθηκαν όμως, δεν λύ­γισαν από την απόγνωση που είχε το βλέμμα της. Το πυροβόλησαν στην κοι­λίτσα του καθώς και την μάνα του, μια γλυκιά κοπέλα, καλή σύζυγο και στορ­γική μητέρα.

Κάθε φορά που κηδεύουμε έναν αγνοούμενο, μετά από την ταυτοποί­ηση των λειψάνων του, η ψυχή μας γεμίζει θλίψη και οργή και πολλά ανα­πάντητα «γιατί». Κοπέλες που τους έκοψαν το νήμα της ζωής τους μαζί με τα τόσα όνειρά τους, αλλά και παλ­ληκάρια που θυσιάστηκαν για την πα­τρίδα τους, και οικογενειάρχες, που οι οικογένειές τους έμειναν χωρίς τον προστάτη τους.

Στο χωριό μας είναι ελάχιστα τα σπί­τια που δεν έχουν συγγενή αγνοούμε­νο ή σκοτωμένο. Όλων οι ψυχές είναι μαύρες. Τώρα που είμαι κοινοτάρχις προσπαθούμε όσο μπορούμε και με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διαθέ­τουμε, όλα κι όλα 1000 ευρώ μας χο­ρηγεί το κράτος για τις διάφορες δρα­στηριότητές μας, να φέρνουμε όσο το δυνατόν κοντά τους χωριανούς. Δεν τα βάζουμε όμως κάτω και με πίστη και αισιοδοξία προχωρούμε. Πραγ­ματοποιήσαμε εκδήλωση για τους αγνοούμενους και τους σκοτωμένους μας. Εκδήλωση γι’ αυτούς που πήγαν αιχμάλωτοι στην Τουρκία και γύρισαν. Διοργανώνουμε απογευματινό τσάι μια φορά τον χρόνο. Επίσης, εκδρομές, τόσο στην Κύπρο, σε διάφορα αξιοθέ­ατα και μοναστήρια, όσο και στο εξω­τερικό. Η προσέλευση είναι μεγάλη. Όλες οι εκδηλώσεις μας είχαν μεγάλη επιτυχία. Είναι ένας μοχλός για να βρί­σκονται μεταξύ τους οι χωριανοί.

Αυτά που σας είπα τώρα είναι πολύ λίγα εν συγκρίσει με την πραγματικό­τητα.

Εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου, όπως και όλων άλλωστε είναι η ευχή, σύντομα να επιστρέψουμε στον τόπο μας, στα σπίτια μας, στο αγα­πημένο μας χωριό. Θαμπό το βλέπω αλλά ελπίζουμε στον Θεό η ευχή μας να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα και να κτυπήσουμε τις καμπάνες και να αναπέμψουμε ευχαριστίες προς τον Πανάγαθο.

Ευχαριστώ πολύ.