Εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Μάκη Παπαχαραλάμπους

Στις 11 Φεβρουαρίου του 2020, στο οίκημα των Συνδέσμων Αγωνιστών 1955-59, στον Στρόβολο, έγινε η πα­ρουσίαση του βιβλίου του αντάρτη της ΕΟΚΑ Μάκη Παπαχαραλάμπους, το οποίο εκδόθηκε το 2018, με τίτλο «Το δικό μου 1955-59».

Την πρωτοβουλία για την έκδοση των χειρογράφων του ημερολογίου είχε η προσφιλής σύζυγος του μακαρί­τη Μάκη, Ανδρούλα, συγχωριανή μας, αφυπηρετήσασα Διευθύντρια σχολεί­ων Δημοτικής Εκπαίδευσης, (ιδρυτικό μέλος του Σωματείου «Ελεύθερο Πα­λαίκυθρο» και δραστήριο μέλος της Επιτροπής του) καθώς και οι δυο γιοι του, Πάμπος και Κώστας.

Στη σεμνή εκδήλωση τους παρευ­ρισκομένους (πλήθος φίλων, αγωνι­στών, και συγγενών του Μάκη και της Ανδρούλας) προσφώνησε ο πρόεδρος των Συνδέσμων Αγωνιστών κ. Θάσος Σοφοκλέους.

Στη συνέχεια, ο λυκειάρχης κ. Δημή­τρης Ταλιαδώρος και ο ιστορικός Ιωάν­νης Ζένιος ανέλυσαν με εμβρίθεια το περιεχόμενο του βιβλίου-ημερολογίου του Μάκη, εξαίροντας με γλαφυρότη­τα το ήθος και το αγωνιστικό φρόνημα του ίδιου, των αγωνιστών της ΕΟΚΑ γενικά αλλά και ολόκληρου του κυπρι­ακού λαού στα επικά εκείνα χρόνια.

Η εκδήλωση έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο και μικρή δεξίωση.

Ακολουθούν οι κύριες ομιλίες:

Ομιλία κ. Δημήτρη Ταλιαδώρου, λυκειάρχη

Καταρχήν θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στη σύζυγο και τα παιδιά του αείμνηστου αγωνιστή και αντάρτη Μάκη Παπαχαραλάμπους που μου προσέφεραν την τιμή να είμαι ένας εκ των παρουσιαστών απόψε του βιβλίου: «Το δικό μου 1955-59 (Το ημερολόγιο του Μάκη Παπαχαραλά­μπους, αντάρτη της ΕΟΚΑ του 1955- 59)». Κάθε βιβλίο/μαρτυρία για τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. επιβεβαιώνει το ασύλληπτο μεγαλείο του επικού εκεί­νου Αγώνα και τη μοναδική προσφορά των πρωταγωνιστών του.

Ο Αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-59 αποτελεί αναμφίβολα το κορυφαίο γε­γονός της νεότερης ιστορίας της Κύ­πρου και ένα από τα σημαντικότερα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η δράση, οι θυσίες, τα ολοκαυτώματα και οι απαγχονισμοί των παλικαριών του ’55 συγκλόνισαν τον απανταχού Ελληνισμό και συγκίνησαν την οικου­μένη. Το Έπος της Ε.Ο.Κ.Α. αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο ιστοριογραφι­κής μελέτης και πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Παράλληλα, υπήρξε η αφετηρία, για τους πρωταγωνιστές και όσους έλαβαν μέρος σε αυτό, να κατα­γράψουν τις προσωπικές τους αναμνή­σεις και να δώσει ο καθένας το δικό του στίγμα στη διατήρηση της μνήμης εκείνου του υπέροχου Αγώνα.

Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια παρατηρείται ραγδαία αύξηση της έκδοσης αναμνήσεων αγωνιστών, που εμπλουτίζουν την πρωτογενή βι­βλιογραφία του Αγώνα. Άλλοι αποτυ­πώνουν όσα έζησαν από τα διάφορα μέρη στα οποία αγωνίστηκαν, άλλοι εξαίρουν τη συμβολή της περιοχής και του χωριού τους. Όλοι, όμως, τονίζουν την εθνική σημασία του εγχειρήματός τους και θέλουν να αφήσουν ένα κλη­ροδότημα για τις κατοπινές γενιές.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2018 και το βιβλίο του αγωνιστή Μάκη Παπαχαραλάμπους, από τους Τρούλλους, με τίτλο: «Το δικό μου 1955-59 (Το ημερολόγιο του Μάκη Παπαχαραλάμπους, αντάρτη της Ε.Ο.Κ.Α. του 1955-59)», στο οποίο μας καταγράφει τις εμπειρίες του από τη δράση του στο αντάρτικο της Ε.Ο.Κ.Α. Ένα σημαντικό βιβλίο που καταγράφει τη ζωή και τον αγώνα των ανταρτών της Ε.Ο.Κ.Α. στην επαρχία Λάρνακας. Το αντάρτικο υπήρξε η αιχμή του δόρατος της Ε.Ο.Κ.Α., κατέγραψε ηρωικές σελίδες και ανέδειξε ανυπέρβλητους ήρωες.

Ο Μάκης Παπαχαραλάμπους επί τριάντα σχεδόν μήνες έδρασε ως στέ­λεχος του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α. και κατόρθωσε, με τη βοήθεια και του Θεού, όπως ομολογεί ο ίδιος, να πα­ραμείνει ασύλληπτος από τις στρατι­ωτικές δυνάμεις των Βρετανών. Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του βιβλίου, χρήσιμο είναι να δώσουμε το στίγμα του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α., που καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας κατά την ανάγνωση του βιβλίου.

Βασικό χαρακτηριστικό του ανταρ­τοπόλεμου είναι ότι δεν υπάρχει συ­γκεκριμένο πεδίο μάχης με την έννοια του χώρου στον οποίο θα επιδιωχθεί η συντριβή του τακτικού στρατού του αντιπάλου. Το ζητούμενο δεν είναι η αναμέτρηση με τον τακτικό στρατό του αντιπάλου, αλλά η παρενόχλησή του και η φθορά του με αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε διάφορα μέτωπα. Στόχος των ανταρτών δεν είναι η κατάληψη εδάφους. Στόχος τους είναι να αιφνι­διάσουν τον αντίπαλο, να του προκα­λέσουν απώλειες και στη συνέχεια να απαγκιστρωθούν από το σημείο σύ­γκρουσης χωρίς απώλειες.

Ο Διγενής, στην επιλογή της μορφής του κυπριακού ανταρτοπόλεμου, δεν ακολούθησε συγκεκριμένο πρότυπο, αλλά εφάρμοσε μια μορφή ανταρτο­πόλεμου προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του κυπριακού χώρου. Δεν αντέγραψε ούτε τις μορφές αντίστα­σης κατά της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, τις οποίες έζησε από κοντά και υπήρξε ένας από τους συντελεστές της. Δεν αντέγραψε ούτε τα πα­ραδείγματα του ανταρτοπόλεμου του Μουσταφά Κεμάλ στη Μικρά Ασία, την περίοδο 1919-1922, που ο ίδιος ως νε­αρός ανθυπολοχαγός βίωσε, ούτε του Μάο στην Κίνα, τα οποία αναπτύχθη­καν από μικρές άτακτες αντάρτικες ομάδες σε μεγάλους τακτικούς στρα­τούς. Ο ανταρτοπόλεμος της Ε.Ο.Κ.Α. έχει μια ιστορική μοναδικότητα.

Ο ίδιος ο Διγενής σημειώνει στο «Χρονικόν Αγώνος Ε.Ο.Κ.Α. 1955- 1959» (σ. 106) για τους αντάρτες της Ε.Ο.Κ.Α. τα εξής: «Xωρίς ποτέ να γνω­ρίσουν μαχητικούς αγώνας και ενό­πλους συγκρούσεις, χωρίς καθόλου πολεμικήν προπαίδευσιν και αντίληψιν περί μαχών, έλαβον πρόθυμα και απο­φασιστικά τα όπλα της τιμής και έγρα­ψαν με το αίμα των το Κυπριακόν Έπος, το οποίον εχαιρέτησαν υπερηφάνως το Ελληνικόν Έθνος και σύμπας ο φι­λελεύθερος κόσμος».

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις για το κυ­πριακό αντάρτικο του 55-59 επιβεβαι­ώνονται μέσα από το παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο. Το κύριο μέρος του βι­βλίου είναι βασισμένο σε 116 χειρό­γραφες σελίδες σε κόλλες αναφοράς, οι οποίες γράφηκαν από τον Παπαχα­ραλάμπους. Το κείμενο αυτό βασίστη­κε σε κωδικοποιημένες σημειώσεις που τηρούσε ο Μάκης κατά την περί­οδο του Αγώνα, δηλαδή την περίοδο που διαδραματίζονταν τα γεγονότα και αυτό έχει ιδιαίτερα σημασία και αξία, γιατί καθιστά το βιβλίο πρωτογενή ιστο­ρική πηγή. Η κωδικοποιημένη γραφή του Μάκη έγινε με βάση ένα δικό του αλφάβητο με σκοπό «εάν τα εύρισκαν οι Άγγλοι, να μην μπορούν να τα διαβάσουν» (σ. 53), όπως σημειώνει το ίδιος. Υπήρχαν όμως και οι περιπτώσεις που απέφευγε να κρατήσει σημειώσεις διότι, όπως αναφέρει, «φοβόμουνα μήπως μετά πέσουν στα χέρια των Άγγλων και δημιουργήσω πρόβλημα στην Οργάνωση και στους συναγωνιστές μου» (σ.112) ή περιέγραφε «όλες τις δραστηριότητες των ανταρτών εκτός των στρατιωτικών, για να μη δοθεί τροφή στον εχθρό, αν τύχει και περι­έλθουν οι σημειώσεις μου σ’ αυτόν» (σ. 127). Μετά το τέλος του Αγώνα τις κωδικοποιημένες αυτές σημειώσεις τις «μετέφρασε» και πρόσθεσε σε αυτές και ό,τι θυμόταν. Μετά τον θάνατο του Μάκη, η σύζυγος του Ανδρούλα και τα παιδιά του, Πάμπος και Κώστας, απο­φάσισαν να προχωρήσουν στην έκδο­ση των χειρογράφων αυτών σε βιβλίο.

Το βιβλίο αποτελείται από 228 σε­λίδες. Προτάσσονται βιογραφικό του Παπαχαραλάμπους, εισαγωγή από την επιμελητή της έκδοσης Γιώργο Κωνσταντίνου, κουνιάδο του Μάκη, και πρόλογος του φιλόλογου Κώστα Κατσώνη, που είχε τη φιλολογική και εκδοτική επιμέλεια του βιβλίου. Ακο­λουθεί το Α΄ Μέρος στο οποίο παρατί­θενται ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του Μάκη με αναφορές στα δύσκολα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρά του Τρούλλους, η φοίτησή του στην Αμερι­κανική Ακαδημία της Λάρνακας (1949- 1956), η ένταξή του στην ΕΟΚΑ, και η πρόσληψή του στο Αστυνομικό Σώμα μετά το τέλος του Αγώνα, στο οποίο υπηρέτησε.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι το σημαντικότερο, καλύπτει συνο­λικά 175 σελίδες και υποδιαιρείται σε 25 ενότητες. Είναι το μέρος του βιβλί­ου που αναφέρεται στη συμμετοχή του Μάκη στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Στο μέρος αυτό προτάσσεται ως εισαγω­γή ένα κείμενο, το οποίο γράφτηκε το 2007 και έχει τον τίτλο «Η απελευθέ­ρωση του ανθρώπου και η αυτοδιάθε­ση των λαών». Ο Μάκης στην εισαγω­γή του μέρους αυτού, που αναφέρεται στη συμμετοχή του στον υπέρ ελευ­θερίας αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «το βασικό στοιχείο της Οργάνωσης ήτο η μυστι­κότητα, η πειθαρχία, η αποφασιστικό­τητα αλλά και η αυτοθυσία». Πιστεύω ότι η πιο πάνω διαπίστωση του Μάκη καταγράφει ουσιαστικά το μυστικό της επιτυχούς διεξαγωγής του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Στην τελευταία ενότητα του Β΄ Μέρους του βιβλίου ο Μάκης πε­ριγράφει την εκπλήρωση του τάματος επτά ανταρτών της ΕΟΚΑ οι οποίοι, τον Απρίλιο του 1959 – μετά το τέλος του Αγώνα – μετέβησαν πεζοί από τη Λάρνακα στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη σήμερα ιερά γη της Καρπασίας. Μια πεζοπορία πέντε ημερών, η οποία κατέληξε ένα ευχαριστήριο προσκύνημα στην ιερή εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος πολλές φορές τους προφύλαξε από τις βρετανικές έρευνες.

Στο Γ΄ Μέρος του βιβλίου καταγρά­φονται τα ονόματα 83 αγωνιστών και αγωνιστριών της ΕΟΚΑ που κατάγο­νται από την κοινότητα των Τρούλλων της επαρχίας Λάρνακας. Επίσης καταγράφονται τα ονόματα 13 συναγω­νιστών του συγγραφέα, οι οποίοι προ­σέφεραν υπηρεσίες στον Αγώνα χωρίς να είναι μέλη της Ε.Ο.Κ.Α. Ο πιο πάνω κατάλογος συντάχτηκε από τον Μάκη Παπαχαραλάμπους τον Νοέμβριο του 2006. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δύο παραρτήματα. Το πρώτο επιγράφεται «Χρονολόγιο γεγονότων» και καταγρά­φει χρονολογικά την αγωνιστική δράση του συγγραφέα. Το δεύτερο παράρτη­μα με τίτλο «Τα Ψευδώνυμα» καταγρά­φει τα ψευδώνυμα των αγωνιστών, που διαδραμάτισαν ρόλο στα γεγονότα που περιγράφει το βιβλίο.

Ο Μάκης Παπαχαραλάμπους είχε έντονες ηθικές και συνειδησιακές αναστολές με το θέμα της εκτέλεσης βρετανών στρατιωτών. Το θεωρούσε «απάνθρωπο και ανατριχιαστικό», «πα­ράβαση των κανόνων της Εκκλησίας» (σ. 46). «Ένιωθα ότι να σκοτώνεις αν­θρώπους είναι πολύ σοβαρό θέμα και δεν μπορούσα να το αντέξω» (σ. 63), σημειώνει, ενώ έθετε βασανιστικά τα ερωτήματα: «Έχω το δικαίωμα να αφαι­ρώ ζωή; Είναι αμαρτία ή δεν είναι;». Οι αναστολές του αυτές καθορίστηκαν από το γεγονός ότι ήταν παιδί ιερωμέ­νου και μεγάλωσε σε ένα εκκλησιαστι­κό περιβάλλον. Αλλά ταυτόχρονα προ­σπάθησε και έπεισε τον εαυτό του ότι «για απόκτηση της ελευθερίας, για επι­κράτησή της, για προστασία των αδυ­νάτων και για το Δίκαιο, είναι επιτρεπτό και επιβεβλημένο να αγωνίζεσαι και να θυσιάζεσαι» (σ. 63). «Από τη μια κρα­τούσα το όπλο και από την άλλη είχα στον κόρφο μου την Αγία Γραφή. Έβα­ζα τον σταυρό μου και πήγαινα στην ενέδρα» (σ. 63). Αυτό ήταν το ηθικό ανάστημα και μεγαλείο των ανταρτών της ΕΟΚΑ, που η βρετανική προπαγάν­δα επιχειρούσε μάταια να παρουσιάσει ως στυγνούς δολοφόνους και «τρομο­κράτες».

Ο Μάκης τον Σεπτέμβριο του 1956, μετά την απόπειρα που έκαναν με ένα συναγωνιστή του στη Λάρνακα για την εκτέλεση ενός βρετανού στρατιώτη, κρίθηκε από τους Άγγλους καταζη­τούμενος και ως εκ τούτου βγήκε στο αντάρτικο. Η ζωή του άλλαξε ριζικά. Όπως λέει και ο ίδιος «πήγε και το σχο­λείο περίπατο και συγγενείς και φίλοι» αλλά συμπληρώνει ότι οικειοθελώς πήρε την απόφαση να βγει στο βουνό και ότι πλέον η ζωή του ανήκε στην πα­τρίδα και ότι θα ακολουθούσε τις οδη­γίες της Οργάνωσης. Και κάπου αλλού (σ. 57) συμπληρώνει: «Η πίστη μου στο δίκαιο του αγώνα μας για ελευθερία και η πίστη μου στον Θεό, ότι βοηθά αυτούς που αγωνίζονται για το δίκαιο, με έκαναν να αποκτώ δυνάμεις αφά­νταστες και να μη φοβούμαι τίποτε, ούτε ακόμη τον θάνατο. Δεν ξεχνούσα ότι, εάν με συνελάμβαναν, θα με εκρέ­μαζαν τόσο για τον φόνο του Άγγλου εξαιτίας του οποίου καταζητήθηκα, όσο και για κατοχή όπλου» (σ. 57). Η μεγάλη του αγωνία ήταν να μη συλλη­φθεί και αν συλληφθεί, να έχει τη δύ­ναμη να αντέξει στα βασανιστήρια, για να μην καταλήξει προδότης. Ακριβώς λόγω αυτής της αγωνίας, αν θα άντε­χαν, στα απάνθρωπα βρετανικά βασανιστήρια, ο Μάκης και οι συναγωνιστές του σε αρκετές περιπτώσεις έκαναν «πρόβες για βασανιστήρια, δοκιμάζο­ντας την αντοχή μας στον πόνο της σάρκας» (σ. 108). Σε τρεις περιπτώσεις, όπως αναφέρει, που βρέθηκε ενώπιον του φάσματος να συλληφθεί από τους Βρετανούς, υπερίσχυσε η απόφασή του να μην παραδοθεί και ότι ήταν κα­λύτερος ο θάνατος (σ. 145 και 146). Ο εκ Τρούλλων αντάρτης μέσα από αυ­τές τις δοκιμασίες συνειδητοποίησε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντέξεις τα βασανιστήρια είναι η προσήλωση και η πίστη στον Θεό. Άλλωστε, ακόμα και ο θάνατος στον Αγώνα δεν τον τρόμαζε καθόλου και όπως έλεγε ο ίδιος «Μια φορά κανείς πεθαίνει και, αν είναι να πεθάνεις για την πατρίδα, θεία θα είναι η δάφνη. Ο καλύτερος θάνατος θα εί­ναι αυτός που θα έχει σκοπό το δίκαιο, την ελευθερία, την πατρίδα και τη θρη­σκεία» (σ. 79).

Αυτό που καταγράφεται εμφαντικά στις αναμνήσεις του Μάκη είναι η στή­ριξη που είχαν οι αντάρτες από τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου. Από τους αγρότες και τις αγρότισσες της κυπριακής γης, που, παρά τους κινδύνους και τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν αν αποκαλύπτονταν ή συλλαμβάνονταν από τους Άγγλους, στάθηκαν βασικός πυλώνας στήριξης των ανταρτών της ΕΟΚΑ. Κατά την παραμονή του στην Τόχνη, σημειώ­νει ο Μάκης: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι θυσίες έκαμναν αυτοί οι γνήσιοι και αθώοι πατριώτες. Δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση και αυτοθυσία». Ενώ, όταν ήταν στη Λάγια σημείωνε: «Τα μέλη της Οργάνωσης αγαπούσαν πολύ τους αντάρτες και ήταν πρόθυμοι και να βοηθήσουν και να θυσιαστούν. Το θεωρούσαν υποχρέωση, αλλά και τιμή να βοηθήσουν και να συνεργάζονται με αντάρτες. Όσοι εγένοντο μέλη της Οργάνωσης, ήθελαν να δραστηριοποι­ούνται και να μη μένουν αδρανείς. Το θεωρούσαν τιμήν των να προσφέρουν στον αγώνα οτιδήποτε τους ήθελε ζη­τηθεί». Στις αναμνήσεις του Μάκη κα­ταγράφεται και η μεγάλη προσφορά των αφανών και άγνωστων αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α., αυτών που τροφοδοτού­σαν και στήριζαν τους αντάρτες. Γρά­φει για τον εκ Τρούλλων αγροφύλακα του Αβδελλερού: «Αυτός ο άνθρωπος ήτο τόσο απλός, πρόσφερε τόσα πολ­λά και καθημερινά κινδύνευε και κα­νείς δεν γνώριζε για την προσφορά του αυτή και ούτε ο ίδιος ζήτησε οποι­ανδήποτε βοήθεια ή εκδούλευση από οποιονδήποτε ή από την Οργάνωση ή την πατρίδα. Είναι ένα παράδειγμα για τους αφανείς ήρωες» (σ. 125).

Στο βιβλίο του Μάκη Παπαχαραλά­μπους καταγράφονται όλες οι δυσκο­λίες που αντιμετώπιζαν οι μερικές εκα­τοντάδες των ανταρτών της Ε.Ο.Κ.Α. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και επιβίωσης. Οι καθημερινοί κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν από έναν πολυά­ριθμο και καλά εξοπλισμένο βρετανικό στρατό, ο οποίος πολλές φορές έβρισκε δυστυχώς και την αρωγή της προδοσίας. Το βιβλίο αυτό είναι μια πολύτιμη και αυθεντική πηγή για τις συνθήκες λειτουργίας και δράσης του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α., τον τρόπο κατασκευής των κρησφυγέτων, την καθημερινότητα των ανταρτών και τις δομές στήριξης και υποστήριξης των ανταρτών.

Το βιβλίο αυτό αποκτά ιδιαίτερη ση­μασία και αξία, γιατί μέσα στις σελίδες του καταγράφεται επίσης η αγωνιστική δράση και η ηρωική θυσία τριών ηρω­ομαρτύρων της Ε.Ο.Κ.Α., οι οποίοι υπήρξαν συναγωνιστές και φίλοι του Μάκη Παπαχαραλάμπους: του ήρωα της Βάβλας Μιχαλάκη Παρίδη εξ Ανα­φωτίας, του ήρωα της Οράς, Πετράκη Κυπριανού εκ Λάρνακας και του συγχωριανού και γαμπρού του Μάκη, Αν­δρέα Σουρουκλή, του οποίου τον ηρω­ικό θάνατο, την 1η Αυγούστου 1958, ο Μάκης έζησε από κοντά, αφού συμμε­τείχαν μαζί στην ενέδρα της Σαμερής, παρά το χωριό Τρούλλοι.

Θα ήταν παράλειψή μας η μη αναφο­ρά και στο γεγονός ότι το βιβλίο διαν­θίζεται και από δεκαεπτά ποιήματα που έγραψε ο Μάκης Παπαχαραλάμπους στις ατελείωτες μέρες και νύκτες της μοναξιάς του αντάρτη. Η ποίηση υπήρ­ξε πολλές φορές η διέξοδος από τις κακουχίες και τα βασανιστικά ερωτήματα της αντάρτικης ζωής. Δύο από τα ποιήματα του συγγραφέα αναφέρονται στις ηρωικές μορφές των συναγωνι­στών του, Μιχαλάκη Παρίδη και Αν­δρέα Σουρουκλή.

Συμπερασματικά μπορούμε να πού­με, και με βάση το βιβλίο που απόψε παρουσιάσαμε, πως ο απελευθερω­τικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. διεξήχθη από αγωνιστές άπειρους σε στρατιωτι­κά θέματα και με πενιχρό οπλισμό και μέσα. Η δημιουργία του αντάρτικου υπήρξε σοφή επιλογή του Αρχηγού Διγενή, διότι δυνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση τακτικής χρονικής διάρκειας του αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού.

Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ σε μια φράση που γράφει ο Μάκης Πα­παχαραλάμπους, επίκαιρη και σήμερα με αυτά που βιώνει ο Ελληνισμός, σε Ελλάδα και Κύπρο: «Ο άνθρωπος θα πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται, για να επικρατούν οι αρχές της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της πίστεως και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για σε­βασμό της αξιοπρέπειάς του». Η πιο πάνω φράση αποκτά ιδιαίτερη αξία, γιατί είναι γραμμένη από έναν άνθρω­πο που είχε την εμπειρία του αγωνιστή/ αντάρτη της ελευθερίας κατά τον επι­κό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και του θαύμα­τος το οποίο επέτυχαν.

Σας ευχαριστώ.

Ομιλία Δρος Ιωάννη Ζένιου, ιστορικού

«Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΜΑΚΗΣ»

Σύμφωνα με τις αναφορές και τις περιγραφές του Μάκη, πατέρας του ήταν ο Χαράλαμπος, γιος του Γαβριήλ και της Χρυσής, που αργότερα έγινε ιε­ρέας. Έτσι, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε αγγλική πολιτική για τα ονόματα των Κυπρίων, ο πατέρας του προσδι­οριζόταν ως Παπαχαράλαμπος Γαβρι­ήλ. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Μάκης προσδιο­ρίζεται αρχικά ως Αδάμ Χαραλάμπους και στη συνέχεια, με τη χειροτονία του πατέρα του σε ιερέα, ως Αδάμ Παπαχαραλάμπους. Το μικρό του όνομα, Αδάμ, πήρε από τον παππού του, πα­τέρα της μητέρας του, Αδάμο (Αδάμ, με ελληνική κατάληξη). Αργότερα, σύμφωνα με δική του επιλογή, αυτοπροσδιορίστηκε ως Μάκης Παπαχα­ραλάμπους, με επίσημη υιοθέτηση του υποκοριστικού «Μάκης» του ονόματος Αδάμ: Αδάμ-Αδάμος-Αδαμάκης-Μά­κης. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ένα κοινό επώνυμο που να προσδιορίζει από μόνο του τη σχέση του με τον πατέρα του, τους υπόλοιπους προγόνους του και τους εξ αίματος συγγενείς του από αρρενογονία, όπως θείους και ξαδέλ­φια. Γι΄ αυτό, στο ημερολόγιό του αι­σθάνεται την ανάγκη να προσδιορίσει, έστω και υποτυπωδώς, το γενεαλογικό του δέντρο και την καταγωγή του και συχνά παραθέτει την εξ αίματος συγ­γένειά του με πρόσωπα που αναφέ­ρονται στο βιβλίο του και που έπαιξαν μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στη ζωή και τη δράση του. Ο Μάκης πρωτίστως αυτοπροσδιορίζεται ως Τρουλλιώτης. Η αγάπη του για το χωριό μας και τους ανθρώπους του είναι διάχυτη σε όλο το ημερολόγιό του.

Η δική μου παρέμβαση έχει τίτλο «Ο δικός μου Μάκης». Έχει ως βάση την εξ αίματος συγγένειά μου μαζί του και τις αναφορές του στο γενεαλογικό μας δέντρο. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι, όντας συγγενείς εξ αρρενογονίας, θα έπρεπε να είχαμε το ίδιο επώνυμο. Η παρέμβασή μου, λοιπόν, φιλοδοξεί να συμβάλει στον αντιαποικιακό αγώ­να του Μάκη, ξεπερνώντας στην περίπτωσή του το εμπόδιο που παρενέβαλε η αγγλική πολιτική για τα ονόματα των Κυπρίων και αποκαθιστώντας τον ίδιο ως ένα λαμπρό αστέρι μέσα στο στερέ­ωμα της φυσικής του συγγένειας.

Ο Γαβριήλ και η Χρυσή, παππούς και γιαγιά του Μάκη από τον πατέρα του Χαράλαμπο, μετέπειτα Παπαχαράλα­μπο, ήταν ταυτόχρονα ο παππούς και η γιαγιά του πατέρα μου, Ζένιου, από τον πατέρα του Μιχαήλ ή Σιαλή, από τον οποίο πήρε το όνομά του ο αδελ­φός μου Μιχαήλ Ζένιου, που έπεσε μα­χόμενος κατά των τούρκων εισβολέων στις 14 Αυγούστου 1974 στον Βόρειο Πόλο Λευκωσίας. Ο Ζένιος, λοιπόν, ήταν ξάδελφος του Μάκη και με το ψευδώνυμο Μέλιος ήταν ο σύνδεσμός του στους Τρούλλους, στο κρησφύγε­το που κτίστηκε στο σπίτι του αδελφού του πατέρα μου, Αντωνή, στον οποί­ον έδωσαν το ψευδώνυμο Ανταίος. Ο παππούς τους, Γαβριήλ, ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο Ταπολός, από το τάπος που σημαίνει κοντός και τοπο­θετείται από τον Μάκη επικεφαλής του γενεαλογικού μας δένδρου, ως ένα είδος γενάρχη. Άλλα παιδιά του Γα­βριήλ-Ταπολού και της Χρυσής, ήταν ο Λοϊζής, ο Σάββας, ο Φουλής και η Κυριακού, θείοι και θεία του Μάκη και του πατέρα μου. Σύμφωνα με τη συνή­θεια τα παιδιά να παίρνουν τα ονόμα­τα των παππούδων και των γιαγιάδων τους, τόσο ο Μάκης, όσο και ο Ζένιος, είχαν αδέλφια Γαβριήλ και Χρυσή, ενώ αυτά τα ονόματα είχαν και άλλα ξαδέλ­φια τους, παιδιά των θείων τους Λοϊζή, Σάββα, Φουλή και Κυριακούς, μαρτυ­ρώντας τη συνέχεια της γενιάς, παρά την περί του αντιθέτου πολιτική των κα­τακτητών. Ο αδελφός, μάλιστα, του πα­τέρα μου, Γαβρίλης, δεν πήρε μόνο το όνομα του παππού του, Γαβριήλ, αλλά και το παρατσούκλι του.

Ο «δικός μου Μάκης», εκτός από εξέχον μέλος της γενιάς μας, της γε­νιάς του Γαβριήλ, του επονομαζόμε­νου Ταπολού, ήταν και κηδεμόνας μου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, όταν με τα υπόλοιπα αδέλφια μου μετακομίσαμε στη Λευκωσία χωρίς τους γονείς μας, που παρέμειναν στις δουλειές τους στο χωριό για να μας ζήσουν. Η γυναί­κα του Ανδρούλα ήταν δασκάλα μου στο Α΄ Δημοτικό της Παλλουριώτισ­σας και κηδεμόνας μου και αυτή στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ο Μάκης και η Ανδρούλα ηλικιακά ήταν κοντά στα με­γαλύτερά μου αδέλφια, τα οποία τους φώναζαν με τα μικρά τους ονόματα, γι΄αυτό κι εμείς οι μικρότεροι συνηθί­σαμε να τους αποκαλούμε με αυτόν τον τρόπο. Θυμάμαι τον Μάκη με το αυτοκινητάκι του που έμοιαζε με σκα­ραβαίο, MORRIS MINOR η μάρκα του, AB22 τα νούμερά του, το θυμάμαι σαν να ΄ταν χθες. Ερχόταν μερικές φορές και μας έπαιρνε σπίτι του να παίξουμε με τα ξαδελφάκια μας, τον Πάμπο και τον Κωνσταντίνο, που ήταν μικρότεροί μας. Θυμάμαι που, μια ο Μάκης, μια η Ανδρούλα, πήγαιναν στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και έβλεπαν τους καθηγητές μου, για να παραλάβουν τους βαθ­μούς μου στο τέλος κάθε τριμήνου, μέχρι που επέστρεψε ο αδελφός μου Μιχαλάκης από τις σπουδές του στην Αθήνα και ανέλαβε εκείνος αυτό το καθήκον. Ο Μάκης ήταν χαμηλών τό­νων, ταπεινός, ευχάριστος στη συναναστροφή του με τους άλλους. Μου ενέπνεε σεβασμό και αγάπη και χαι­ρόμουν για την ικανοποίηση που έβλε­πα στο πρόσωπό του για τους καλούς μου βαθμούς. Ήταν μετρημένος στις αντιδράσεις του, και παρά το γεγονός ότι τον έβλεπα που καμάρωνε όταν έπαιρνε τους βαθμούς μου, ποτέ δεν μου έδωσε το δικαίωμα να αρχίσω να περηφανεύομαι για τα καλά μου αποτελέσματα. Έτσι, ένιωθα ντροπή όταν συνέβαινε να πάρω χαμηλό βαθμό σε κάποιο μάθημα, περισσότερο γιατί δεν ήθελα να τον απογοητεύω. Αυτό ήταν για μένα ένα πρόσθετο κίνητρο για να γίνομαι ακόμα καλύτερος μαθητής. Διαβάζοντας τώρα το ημερολόγιό του, αντιλαμβάνομαι πλήρως την ικανοποί­ησή του, αφού ο ίδιος πολέμησε πραγ­ματικά για τη μόρφωσή του μέσα σε φοβερά αντίξοες συνθήκες.

Ο Μάκης, δεκαοκτάχρονος ακόμα μαθητής της Αμερικανικής Ακαδημίας Λάρνακος, έδωσε τον όρκο τον ιερό για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό. Διηγείται ο ίδιος, πως ορκίστηκε ως μέλος της ΕΟΚΑ μό­νος του, το καλοκαίρι του 1955, μετά που του έδωσε τον όρκο της Οργά­νωσης ο ξάδελφός του, Νικόλας του Βασίλη. Τον Νικόλα τον είχε ορκίσει ο Κυριάκος Παπαχαραλάμπους, αδελ­φός της μητέρας μου, σπουδαστής της Ιερατικής Σχολής, που ο Μάκης τον αναφέρει ως τον πρώτο υπεύθυνο της Οργάνωσης στους Τρούλλους. Ένα χρόνο μετά, τελειόφοιτος μαθητής, ο Μάκης εγκατέλειψε σαν άλλος Ευα­γόρας Παλληκαρίδης το σχολείο του και κίνησε για να βρει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς, ως αντάρτης στο βου­νό. Έζησε στην περιπέτεια για σχεδόν τρία χρόνια, αλλάζοντας κρησφύ­γετα και ψευδώνυμα, μέχρι τη μέρα που ανακοινώθηκε η συμφωνία για την παραχώρηση, έστω και κολοβής, ελευθερίας στην Κύπρο. Το τέλος του Αγώνα τον βρήκε στο κρησφύγετο που κατασκεύασε στο σπίτι του αδελφού του πατέ­ρα μου, Αντωνή. Οι μό­νοι που γνώριζαν για την ύπαρξη αυτού του κρη­σφυγέτου ήταν ο πατέρας μου, ο θείος Αντωνής και η θεία Ξενού. Ακόμα και ο υπεύθυνος του χωριού δεν το γνώριζε. Νόμιζε ότι το κρησφύγετο ήταν στο σπίτι μας. Ο Αντωνής και η Ξενού, αν και είχαν μικρό παιδί, με προφανείς τους κινδύνους, είχαν αποδεχθεί με ενθουσιασμό την πρό­ταση του Μάκη για τη δημιουργία του κρησφυγέτου στο σπίτι τους, την οποία τους διαβίβασε με πλήρη μυστικότητα ο πατέρας μου. Είχαν τότε τον μικρό Ανδρέα, τον ξάδελφο και συμμαθητή μου, που χάθηκε κάπου στον Πενταδά­κτυλο και δυστυχώς είναι ακόμα αγνο­ούμενος της Τουρκικής Εισβολής. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η θεία Ξενού, που επιφορτίστηκε με το καθήκον της φροντίδας του κρησφυ­γέτου και των ενοίκων του, εκτός από τον δίχρονο, τότε, Ανδρέα, κυοφορού­σε το δεύτερο παιδί της, την ξαδέλφη μου Παρασκευή, που δυστυχώς μάς έφυγε πρόωρα από ανίατη ασθένεια.

Ένα περιστατικό που διαδραματίζεται με επίκεντρο το κρησφύγετο αυτό πα­ραθέτω στη συνέχεια, από το ημερολό­γιο του Μάκη: «19/2/1959. Στο Λονδίνο συνέχιζαν οι συνομιλίες για μια συνολι­κή λύση του Κυπριακού προβλήματος. Κατά το μεσημέρι, μας ειδοποίησαν ότι γέμισε το χωριό από Άγγλους στρατιώ­τες και ότι αρκετοί πήραν θέση μάχης πάνω στα δώματα των γειτονικών σπι­τιών … Αμέσως κατεβήκαμε μέσα στο κρησφύγετο (εννοεί τον ίδιο και τον συγχωριανό μας Χρίστο Κουλουμπρή) και η Ξενού μάς έκλεισε κανονικά με το μάρμαρο βάζοντας και σταχτό από πάνω και κλείνοντας όλες τις τρύπες. … Μπήκαμε στον τάφο. Αυτός είναι ο Άδης. Βλέπαμε μόνο σκοτάδι. Είτε άνοιγα τα μάτια μου είτε τα έκλεινα, το ίδιο πράγμα ήτο. … Όλη η ζωή μου περ­νούσε μπροστά μου σαν κινηματογρα­φική ταινία. Θεέ μου, έλεγα, αυτό είναι το τελευταίο μαρτύριο για να με ελευ­θερώσεις ή είναι το τελευταίο χαρτί της ζωής μου για να έρθω κοντά σου; Ανα­λογιζόμουν ότι αυτή η μέρα είναι και η κρίσιμη για το ναι ή όχι των συνομιλιών. Βάζοντας στον νου μου ότι θα τελειώ­σει ο Αγώνας και ΄γω θα περπατήσω ξανά ελεύθερος… ένιωθα μιαν ανατρι­χίλα και δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι εγώ θα ζήσω για κάτι τέτοιο. Σιγά σιγά ο αέρας άρχισε να λιγοστεύει και άρχισα να νιώθω πονοκέφαλο. Το στή­θος μου το ένιωθα να δυσκολεύεται να αναπνέει και ακούαμε τον βρόγχο της αναπνοής ο ένας του άλλου. … Έζησα μέχρι τώρα για σχεδόν τρία χρόνια τον κατατρεγμό, την περιπέτεια, τους κιν­δύνους, είδα και αντίκρισα τον θάνα­το, εξαγνίστηκα και προσπάθησα να αντικρίσω τον Θεό, να του μιλήσω … τον παρακαλούσα να με βοηθήσει και πάντοτε με βοηθούσε, Τον πίστεψα και Τον γνώρισα από τα βιβλία και από τις εμπειρίες μου… Έλεγα μέσα μου, αυτή είναι η κόλαση, ο τάφος, ο θάνατος ή με αυτό θα έρθει η Ανάσταση; … Διψούσα τη ζωή και ήθελα να ζήσω, γι αυτό έλεγα, Θεέ μου βοήθα με να ζήσω και αυτό το μαρτύριο και υπόσχο­μαι ότι θα ακολουθώ πάντα τον δρόμο σου για όσο καιρό θα βρίσκομαι στη ζωή… Πέρασαν 4-5 ώρες όπου, όταν επρόκειτο να νυχτώσει, ήρθε η Ξενού και μας άνοιξε λέγοντας ότι οι στρατιώ­τες έφυγαν. … Βγήκα έξω στην αυλή … και γονάτισα και προσευχήθηκα. Ευχα­ρίστησα τον Θεό που μας βοήθησε και σ΄αυτό το συμβάν που εύχομαι να είναι το τελευταίο. Φυσικά, εάν επανέλθω στην κοινωνία ελεύθερος, φαίνεται ότι θα αντιμετωπίζω πιο σοβαρούς κινδύ­νους και θα έχω συνεχώς την ανάγκη του Θεού».

Αυτά ήταν τα λόγια του Μάκη, ενός εικοσάχρονου, τότε, νέου, που απο­πνέουν το άρωμα μιας γνήσιας και ανεπιτήδευτης ταπεινής καρδιάς, γε­μάτης δίψα για τη ζωή που ήταν μπρο­στά της. Άθελά μου φέρνω στο μυαλό μου σημερινά παιδιά της ίδιας ηλικίας, μα, ως θεολόγος και ως παιδαγωγός, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να προ­βεί σε συγκρίσεις. Άλλωστε, η οποια­δήποτε σύγκριση δακτυλοδείχνει εμάς τους μεγαλύτερους, που φτιάξαμε μιαν κοινωνία στην οποία βασιλεύει το συμφέρον και η ιδιοτέλεια.

Ο Μάκης μισούσε τους καυγάδες. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος. Πολλές φορές μέσα στα κρησφύγετα ή σε αντάρτικες εξορμήσεις προκαλούνταν προστριβές μεταξύ των αγωνιστών, που μερικές φορές κατέληγαν στα άκρα. Αναφέρει αρκετά περιστατικά, στα οποία ο ίδιος, όχι μόνο δεν έγινε μέρος του προβλήματος, αλλά συμπε­ριφέρθηκε ως συμφιλιωτής.

Η στάση αυτή του Μάκη δεν είναι τυ­χαία, καθώς μελετούσε συνεχώς την Αγία Γραφή, προσευχόταν στον Θεό και προσπαθούσε να τηρεί πάντα το θέλημά Του. Ορισμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του αφήνουν άφωνο τον αναγνώστη, ο οποίος διερωτάται πώς είναι δυνατόν ένας νέος 20 χρο­νών να έχει τέτοιο βάθος και τέτοια καλλιέργεια χαρακτήρα! Με καθετί που του συνέβαινε, το μυαλό του έκα­νε την αναγωγή στον Θεό. Δεν μας διαφεύγει, προφανώς, το γεγονός ότι ήταν γιος ιερέα και πέρασε τη ζωή του μέσα στις ακολουθίες της εκκλησίας. Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, η σκέψη μου πηγαίνει στον αδελφό μου, Μιχαήλ Ζένιου. Βίοι παράλληλοι: Ο Μάκης βοηθά τον πατέρα του, Πα­παχαράλαμπο, στην άσκηση των ιερα­τικών του καθηκόντων. Ο Μιχαλάκης, δέκα χρόνια μικρότερος, συντροφεύει τον άλλον Παπαχαράλαμπο, παππού μας από την πλευρά της μάνας μας, στις μακρές ακολουθίες της εκκλησί­ας. Οι δύο Παπαχαράλαμποι, παπα­διαμαντικές μορφές, εναλλάσσονταν στην άσκηση των ιερατικών καθηκό­ντων, όπως αναφέρει ο Μάκης, εξυ­πηρετώντας τα χωριά Τρούλλοι και Αβδελλερό. Ο Μάκης, μαθητής της Αμερικανικής Ακαδημίας ακόμα, ορκί­στηκε στην ΕΟΚΑ. Ο αδελφός μου Μι­χαλάκης, μαθητής του Δημοτικού ορ­κίστηκε στην ΑΝΕ, την Άλκιμο Νεολαία της ΕΟΚΑ. Ο Μάκης, αστυνομικός πια, υπερασπίστηκε την πατρίδα κατά τις δι­ακοινοτικές ταραχές του 1963/64 στην Ομορφίτα. Ο Μιχαλάκης, μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου ακόμα, κατατάγηκε εθελοντής στη νεοσυσταθεί­σα Εθνική Φρουρά το 1964. Το 1974 βρήκε και τους δυο στο καθήκον για την υπεράσπιση της πατρίδας από τον τούρκο εισβολέα. Μόνο που ο Μιχαλά­κης δεν επέστρεψε.

Το ημερολόγιο του Μάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως τεκμήριο μιας ατέρ­μονης αναζήτησης του Θεού, μιας αέ­ναης πάλης του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν είχε έτοιμες λύσεις, ο Μάκης, ούτε ήταν εύκολο για τον ίδιο να συμ­βιβαστεί με όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Διαρκής και βασανιστικός υπήρ­ξε ο προβληματισμός του κατά πόσον δικαιώνεται να σκοτώνει ανθρώπους στο όνομα του αγώνα για την ελευθε­ρία. Δεν παρακάμπτει το πρόβλημα, δεν το προσπερνά ούτε το απωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο του έθνους. Ο προβληματισμός παραμένει μέχρι τέλους. Γνωρίζει ο Μάκης πως ένας πόλεμος, όπως και τα αίτια που τον προκάλεσαν, είναι καταστάσεις δαιμο­νικές, που οφείλονται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον Θεό και έγινε απάνθρωπος. Γνωρίζει επίσης ότι η ευθύνη για το κακό στον κόσμο είναι συλλογική και δεν βγάζει τον εαυτό του απ΄έξω. Δέχεται το μερί­διο ευθύνης και μετέχει με ταπείνωση και διαρκή διάθεση μετάνοιας σ΄αυτό το «αναγκαίο κακό» που λέγεται «πό­λεμος», που συνεπάγεται την αλληλο­εξόντωση μεταξύ των ανθρώπων. Όλα αυτά μου θυμίζουν έντονα τον αδελφό μου Μιχαλάκη, τον χαμένο ανθυπολο­χαγό του Βορείου Πόλου, που τις νύ­χτες οι στρατιώτες του τον έβρισκαν γονατιστό μέσα στους θάμνους να προσεύχεται κλαίγοντας και να ζητά συγχώρεση από τον Θεό, γιατί γινόταν αιτία να σκοτώνονται άνθρωποι από τις εύστοχες βολές του. Μάκης και Μι­χαλάκης, βίοι παράλληλοι, κλάδοι του ίδιου γενεαλογικού δένδρου, απόγο­νοι του γενάρχη Γαβριήλ, του επονομαζόμενου Ταπολού, και της συζύγου αυτού Χρυσής.

Ο Μάκης συχνά μου θυμίζει Γέρο­ντα του Αγίου Όρους, Αββά του Γερο­ντικού, Στάρετς της ρωσικής στέπας. Μετά από μια συγκλονιστική εμπειρία, όταν είχαν περικυκλώσει Άγγλοι στρατιώτες το κρησφύγετο αλλά εν τέλει γλίτωσαν, γράφει στο ημερολόγιό του: «… κατάλαβα ότι εκεί που ο άνθρωπος δεν μπορεί να σε βοηθήσει, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που αυτόματα την αναζητάς… Αυτή η δύναμη είναι ο Θεός, ο οποίος δεν γνωρίζεις πού είναι και δεν ξέρεις πώς να τον ανα­ζητήσεις. Αντιλήφθηκα ότι είναι μέσα στα συναισθήματα που πηγάζουν από την καρδιά και ενώνονται με τον νουν … Σε αυτή την περίπτωση δεν φοβάσαι τίποτα, ούτε τον θάνατο, ούτε τις κα­κουχίες. Αντιλήφθηκα επίσης ότι για να φτάσει ο άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να καθαρίσει την ψυχή του από κακές σκέψεις και ενέργειες και να είναι ήρεμος, νηφάλι­ος και προσγειωμένος». Απλοϊκά λόγια που τα ακούς από απλοϊκούς ερημίτες στο Άγιον Όρος και αποπνέουν άρωμα αγιότητας. Ο Μάκης επισφραγίζει τη σχέση του με τον Θεό με την εξομολό­γηση και τη Θεία Κοινωνία. Γράφει στο ημερολόγιό του τα Χριστούγεννα του 1958, περίοδο κατά την οποία κρυβό­ταν στο σπίτι του θείου Αντωνή: «Χρι­στούγεννα. Πήγα στο σπίτι του Ζένιου και ήρθε ο Παπαχαράλαμπος (εννοεί τον παππού μου, πατέρα της μητέρας μου) και, αφού με εξομολόγησε, με κοινώνησε». Όταν τελείωσε ο Αγώνας, ο Μάκης δεν ξέχασε τα τάματα που είχε κάνει, για να ευχαριστήσει τον Θεό που τον είχε γλιτώσει σε διάφο­ρες φάσεις από βέβαιη σύλληψη. Γρά­φει στις 4/4/1959: «Κανονίσαμε με τον Κουλουμπρή να κάνουμε το τάμα, να πάμε γονατιστοί. Βάλαμε τον Ζένιο να μας προσέχει και κατά τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε από το νεκροταφείο και πήγαμε στην εκκλησία. … Πονούσα τα γόνατά μου αλλά όταν το μυαλό μου πήγαινε στον Θεό, δεν ένιωθα κανέ­να πόνο. Την επομένη πήγαμε και στο Αβδελλερό και γονυπετείς από έξω του χωριού πήγαμε στην εκκλησία. Αυτή η εμπειρία θα μου μείνει αξέχαστη. Είπα μέσα μου ότι, όπως ο Θεός με βοήθησε και κατάφερα να επιζήσω στον Αγώνα, έτσι και τώρα θα με βοηθήσει να επιβι­ώσω και στον αγώνα της ζωής». Τα τά­ματα κορυφώθηκαν με την πορεία του Μάκη με άλλους έξι αγωνιστές, από τη Λάρνακα προς τον Απόστολο Ανδρέα, που διάρκεσε αρκετές μέρες. Στο ημε­ρολόγιό του, κορυφώνεται η ταπείνω­ση που τον διακρίνει. Προφανώς, από όπου περνούν ο κόσμος τους υποδέ­χεται με επευφημίες και πατριωτικές εκδηλώσεις. Ο Μάκης, όχι μόνο δεν παίρνει πάνω του, αλλά επιστρέφει τα εύσημα στον κόσμο, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: «Τι κόσμος αγνός και πατριώτης! Έτσι λαό δεν μπορείς να τον προδώσεις, δεν μπορείς να τον εγκαταλείψεις και δεν μπορείς να μην θυσιαστείς γι΄αυτόν».

Τιμούμε απόψε τον Μάκη Παπα­χαραλάμπους, μια γνήσια ενδημική φωνή, που λες και βγαίνει μέσ’ απ’ τα έγκατα της κυπριακής γης, μεταφέρο­ντας τη φωνή των προγόνων, εκφρά­ζοντας το συλλογικό υποσυνείδητο, συμπυκνώνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Τα γραφόμενά του στάζουν αίμα και δάκρυ. Μα το δάκρυ, η υγρή αυτή ανακουφιστική ουσία, σταλάζει στις πληγωμένες ψυ­χές μας, προσφέροντας λύτρωση, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», κατά τον Αριστοτέλη.

Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Δεν θεωρώ καν τον εαυτό μου λογοτέχνη. Ταπεινά υπογράφω ως Τεχνίτης του Λόγου, αντιστρέφοντας με μια τάση για λογοπαίγνιο τα δύο συνθετικά. Άλλω­στε το «Τεχνίτης», μου θυμίζει την επο­χή που οι φοιτητές των άλλων Πανε­πιστημίων στην Αθήνα, αποκαλούσαν εμάς του Μετσοβείου Πολυτεχνείου «Πολυτεχνίτες». Με αυτή την έννοια ο Τεχνίτης του Λόγου ακούγεται στ’ αυ­τιά μου απλώς ως ένα παρακλάδι του Πολυτεχνίτη. Αυτό που θέλω να πω εί­ναι πως προσεγγίζω το κείμενο του «δι­κού μου Μάκη» με ένα βιωματικό και προσωπικό τρόπο, δίνοντας περισσό­τερη σημασία στο περιεχόμενο παρά στην οποιαδήποτε γλωσσική ατέλεια. Έτσι, ως ένα παράδειγμα, αναφέρω πως έχω ακούσει και διαβάσει αρκετές αναφορές για τον ήρωα των Τρούλ­λων, Ανδρέα Σουρουκλή, σύζυγο της αδελφής του Μάκη, Γιωρκούς. Ωστό­σο, κατάπληκτος ομολογώ πως μόνο διαβάζοντας το ημερολόγιο του Μάκη συνειδητοποιώ το μεγαλείο της θυσίας εκείνου του ήρωα, που θέτοντας το συλλογικό καλό πάνω από κάθε θεμιτή ανθρώπινη επιθυμία ξέγραψε τη δική του ζωή. Το ημερολόγιο του Μάκη, με την απλοϊκή γραφή και τις γλωσσικές ατέλειες, που και ο ίδιος ομολογεί, μού αποκάλυψε το μεγαλείο εκείνης της χαροκαμένης κοπέλας, που αγνοώ­ντας την ασφάλεια της δικής της οικο­γένειας έκρυβε για καιρό στα έγκατα του σπιτιού της τον αδελφό της, μένο­ντας εν τέλει χήρα με ένα μικρό κορι­τσάκι στην αγκαλιά και ένα άλλο κορι­τσάκι στην κοιλιά. Καταθέτω, λοιπόν, απόψε τη γνωμάτευσή μου, λέγοντας πως το περιεχόμενο του ημερολογίου είναι θαυμαστό, όπως θαυμαστός είναι ο «δικός μου Μάκης», ο Μάκης όλων μας, ο Μάκης των Τρούλλων, της Κύ­πρου και της Ρωμιοσύνης!