Στις 11 Φεβρουαρίου του 2020, στο οίκημα των Συνδέσμων Αγωνιστών 1955-59, στον Στρόβολο, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του αντάρτη της ΕΟΚΑ Μάκη Παπαχαραλάμπους, το οποίο εκδόθηκε το 2018, με τίτλο «Το δικό μου 1955-59».
Την πρωτοβουλία για την έκδοση των χειρογράφων του ημερολογίου είχε η προσφιλής σύζυγος του μακαρίτη Μάκη, Ανδρούλα, συγχωριανή μας, αφυπηρετήσασα Διευθύντρια σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, (ιδρυτικό μέλος του Σωματείου «Ελεύθερο Παλαίκυθρο» και δραστήριο μέλος της Επιτροπής του) καθώς και οι δυο γιοι του, Πάμπος και Κώστας.
Στη σεμνή εκδήλωση τους παρευρισκομένους (πλήθος φίλων, αγωνιστών, και συγγενών του Μάκη και της Ανδρούλας) προσφώνησε ο πρόεδρος των Συνδέσμων Αγωνιστών κ. Θάσος Σοφοκλέους.
Στη συνέχεια, ο λυκειάρχης κ. Δημήτρης Ταλιαδώρος και ο ιστορικός Ιωάννης Ζένιος ανέλυσαν με εμβρίθεια το περιεχόμενο του βιβλίου-ημερολογίου του Μάκη, εξαίροντας με γλαφυρότητα το ήθος και το αγωνιστικό φρόνημα του ίδιου, των αγωνιστών της ΕΟΚΑ γενικά αλλά και ολόκληρου του κυπριακού λαού στα επικά εκείνα χρόνια.
Η εκδήλωση έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο και μικρή δεξίωση.
Ακολουθούν οι κύριες ομιλίες:
Ομιλία κ. Δημήτρη Ταλιαδώρου, λυκειάρχη
Καταρχήν θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στη σύζυγο και τα παιδιά του αείμνηστου αγωνιστή και αντάρτη Μάκη Παπαχαραλάμπους που μου προσέφεραν την τιμή να είμαι ένας εκ των παρουσιαστών απόψε του βιβλίου: «Το δικό μου 1955-59 (Το ημερολόγιο του Μάκη Παπαχαραλάμπους, αντάρτη της ΕΟΚΑ του 1955- 59)». Κάθε βιβλίο/μαρτυρία για τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. επιβεβαιώνει το ασύλληπτο μεγαλείο του επικού εκείνου Αγώνα και τη μοναδική προσφορά των πρωταγωνιστών του.
Ο Αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-59 αποτελεί αναμφίβολα το κορυφαίο γεγονός της νεότερης ιστορίας της Κύπρου και ένα από τα σημαντικότερα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η δράση, οι θυσίες, τα ολοκαυτώματα και οι απαγχονισμοί των παλικαριών του ’55 συγκλόνισαν τον απανταχού Ελληνισμό και συγκίνησαν την οικουμένη. Το Έπος της Ε.Ο.Κ.Α. αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο ιστοριογραφικής μελέτης και πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Παράλληλα, υπήρξε η αφετηρία, για τους πρωταγωνιστές και όσους έλαβαν μέρος σε αυτό, να καταγράψουν τις προσωπικές τους αναμνήσεις και να δώσει ο καθένας το δικό του στίγμα στη διατήρηση της μνήμης εκείνου του υπέροχου Αγώνα.
Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια παρατηρείται ραγδαία αύξηση της έκδοσης αναμνήσεων αγωνιστών, που εμπλουτίζουν την πρωτογενή βιβλιογραφία του Αγώνα. Άλλοι αποτυπώνουν όσα έζησαν από τα διάφορα μέρη στα οποία αγωνίστηκαν, άλλοι εξαίρουν τη συμβολή της περιοχής και του χωριού τους. Όλοι, όμως, τονίζουν την εθνική σημασία του εγχειρήματός τους και θέλουν να αφήσουν ένα κληροδότημα για τις κατοπινές γενιές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2018 και το βιβλίο του αγωνιστή Μάκη Παπαχαραλάμπους, από τους Τρούλλους, με τίτλο: «Το δικό μου 1955-59 (Το ημερολόγιο του Μάκη Παπαχαραλάμπους, αντάρτη της Ε.Ο.Κ.Α. του 1955-59)», στο οποίο μας καταγράφει τις εμπειρίες του από τη δράση του στο αντάρτικο της Ε.Ο.Κ.Α. Ένα σημαντικό βιβλίο που καταγράφει τη ζωή και τον αγώνα των ανταρτών της Ε.Ο.Κ.Α. στην επαρχία Λάρνακας. Το αντάρτικο υπήρξε η αιχμή του δόρατος της Ε.Ο.Κ.Α., κατέγραψε ηρωικές σελίδες και ανέδειξε ανυπέρβλητους ήρωες.
Ο Μάκης Παπαχαραλάμπους επί τριάντα σχεδόν μήνες έδρασε ως στέλεχος του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α. και κατόρθωσε, με τη βοήθεια και του Θεού, όπως ομολογεί ο ίδιος, να παραμείνει ασύλληπτος από τις στρατιωτικές δυνάμεις των Βρετανών. Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του βιβλίου, χρήσιμο είναι να δώσουμε το στίγμα του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α., που καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας κατά την ανάγνωση του βιβλίου.
Βασικό χαρακτηριστικό του ανταρτοπόλεμου είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο πεδίο μάχης με την έννοια του χώρου στον οποίο θα επιδιωχθεί η συντριβή του τακτικού στρατού του αντιπάλου. Το ζητούμενο δεν είναι η αναμέτρηση με τον τακτικό στρατό του αντιπάλου, αλλά η παρενόχλησή του και η φθορά του με αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε διάφορα μέτωπα. Στόχος των ανταρτών δεν είναι η κατάληψη εδάφους. Στόχος τους είναι να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο, να του προκαλέσουν απώλειες και στη συνέχεια να απαγκιστρωθούν από το σημείο σύγκρουσης χωρίς απώλειες.
Ο Διγενής, στην επιλογή της μορφής του κυπριακού ανταρτοπόλεμου, δεν ακολούθησε συγκεκριμένο πρότυπο, αλλά εφάρμοσε μια μορφή ανταρτοπόλεμου προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του κυπριακού χώρου. Δεν αντέγραψε ούτε τις μορφές αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, τις οποίες έζησε από κοντά και υπήρξε ένας από τους συντελεστές της. Δεν αντέγραψε ούτε τα παραδείγματα του ανταρτοπόλεμου του Μουσταφά Κεμάλ στη Μικρά Ασία, την περίοδο 1919-1922, που ο ίδιος ως νεαρός ανθυπολοχαγός βίωσε, ούτε του Μάο στην Κίνα, τα οποία αναπτύχθηκαν από μικρές άτακτες αντάρτικες ομάδες σε μεγάλους τακτικούς στρατούς. Ο ανταρτοπόλεμος της Ε.Ο.Κ.Α. έχει μια ιστορική μοναδικότητα.
Ο ίδιος ο Διγενής σημειώνει στο «Χρονικόν Αγώνος Ε.Ο.Κ.Α. 1955- 1959» (σ. 106) για τους αντάρτες της Ε.Ο.Κ.Α. τα εξής: «Xωρίς ποτέ να γνωρίσουν μαχητικούς αγώνας και ενόπλους συγκρούσεις, χωρίς καθόλου πολεμικήν προπαίδευσιν και αντίληψιν περί μαχών, έλαβον πρόθυμα και αποφασιστικά τα όπλα της τιμής και έγραψαν με το αίμα των το Κυπριακόν Έπος, το οποίον εχαιρέτησαν υπερηφάνως το Ελληνικόν Έθνος και σύμπας ο φιλελεύθερος κόσμος».
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις για το κυπριακό αντάρτικο του 55-59 επιβεβαιώνονται μέσα από το παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο. Το κύριο μέρος του βιβλίου είναι βασισμένο σε 116 χειρόγραφες σελίδες σε κόλλες αναφοράς, οι οποίες γράφηκαν από τον Παπαχαραλάμπους. Το κείμενο αυτό βασίστηκε σε κωδικοποιημένες σημειώσεις που τηρούσε ο Μάκης κατά την περίοδο του Αγώνα, δηλαδή την περίοδο που διαδραματίζονταν τα γεγονότα και αυτό έχει ιδιαίτερα σημασία και αξία, γιατί καθιστά το βιβλίο πρωτογενή ιστορική πηγή. Η κωδικοποιημένη γραφή του Μάκη έγινε με βάση ένα δικό του αλφάβητο με σκοπό «εάν τα εύρισκαν οι Άγγλοι, να μην μπορούν να τα διαβάσουν» (σ. 53), όπως σημειώνει το ίδιος. Υπήρχαν όμως και οι περιπτώσεις που απέφευγε να κρατήσει σημειώσεις διότι, όπως αναφέρει, «φοβόμουνα μήπως μετά πέσουν στα χέρια των Άγγλων και δημιουργήσω πρόβλημα στην Οργάνωση και στους συναγωνιστές μου» (σ.112) ή περιέγραφε «όλες τις δραστηριότητες των ανταρτών εκτός των στρατιωτικών, για να μη δοθεί τροφή στον εχθρό, αν τύχει και περιέλθουν οι σημειώσεις μου σ’ αυτόν» (σ. 127). Μετά το τέλος του Αγώνα τις κωδικοποιημένες αυτές σημειώσεις τις «μετέφρασε» και πρόσθεσε σε αυτές και ό,τι θυμόταν. Μετά τον θάνατο του Μάκη, η σύζυγος του Ανδρούλα και τα παιδιά του, Πάμπος και Κώστας, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην έκδοση των χειρογράφων αυτών σε βιβλίο.
Το βιβλίο αποτελείται από 228 σελίδες. Προτάσσονται βιογραφικό του Παπαχαραλάμπους, εισαγωγή από την επιμελητή της έκδοσης Γιώργο Κωνσταντίνου, κουνιάδο του Μάκη, και πρόλογος του φιλόλογου Κώστα Κατσώνη, που είχε τη φιλολογική και εκδοτική επιμέλεια του βιβλίου. Ακολουθεί το Α΄ Μέρος στο οποίο παρατίθενται ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του Μάκη με αναφορές στα δύσκολα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρά του Τρούλλους, η φοίτησή του στην Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας (1949- 1956), η ένταξή του στην ΕΟΚΑ, και η πρόσληψή του στο Αστυνομικό Σώμα μετά το τέλος του Αγώνα, στο οποίο υπηρέτησε.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι το σημαντικότερο, καλύπτει συνολικά 175 σελίδες και υποδιαιρείται σε 25 ενότητες. Είναι το μέρος του βιβλίου που αναφέρεται στη συμμετοχή του Μάκη στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Στο μέρος αυτό προτάσσεται ως εισαγωγή ένα κείμενο, το οποίο γράφτηκε το 2007 και έχει τον τίτλο «Η απελευθέρωση του ανθρώπου και η αυτοδιάθεση των λαών». Ο Μάκης στην εισαγωγή του μέρους αυτού, που αναφέρεται στη συμμετοχή του στον υπέρ ελευθερίας αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «το βασικό στοιχείο της Οργάνωσης ήτο η μυστικότητα, η πειθαρχία, η αποφασιστικότητα αλλά και η αυτοθυσία». Πιστεύω ότι η πιο πάνω διαπίστωση του Μάκη καταγράφει ουσιαστικά το μυστικό της επιτυχούς διεξαγωγής του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Στην τελευταία ενότητα του Β΄ Μέρους του βιβλίου ο Μάκης περιγράφει την εκπλήρωση του τάματος επτά ανταρτών της ΕΟΚΑ οι οποίοι, τον Απρίλιο του 1959 – μετά το τέλος του Αγώνα – μετέβησαν πεζοί από τη Λάρνακα στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη σήμερα ιερά γη της Καρπασίας. Μια πεζοπορία πέντε ημερών, η οποία κατέληξε ένα ευχαριστήριο προσκύνημα στην ιερή εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος πολλές φορές τους προφύλαξε από τις βρετανικές έρευνες.
Στο Γ΄ Μέρος του βιβλίου καταγράφονται τα ονόματα 83 αγωνιστών και αγωνιστριών της ΕΟΚΑ που κατάγονται από την κοινότητα των Τρούλλων της επαρχίας Λάρνακας. Επίσης καταγράφονται τα ονόματα 13 συναγωνιστών του συγγραφέα, οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίες στον Αγώνα χωρίς να είναι μέλη της Ε.Ο.Κ.Α. Ο πιο πάνω κατάλογος συντάχτηκε από τον Μάκη Παπαχαραλάμπους τον Νοέμβριο του 2006. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δύο παραρτήματα. Το πρώτο επιγράφεται «Χρονολόγιο γεγονότων» και καταγράφει χρονολογικά την αγωνιστική δράση του συγγραφέα. Το δεύτερο παράρτημα με τίτλο «Τα Ψευδώνυμα» καταγράφει τα ψευδώνυμα των αγωνιστών, που διαδραμάτισαν ρόλο στα γεγονότα που περιγράφει το βιβλίο.
Ο Μάκης Παπαχαραλάμπους είχε έντονες ηθικές και συνειδησιακές αναστολές με το θέμα της εκτέλεσης βρετανών στρατιωτών. Το θεωρούσε «απάνθρωπο και ανατριχιαστικό», «παράβαση των κανόνων της Εκκλησίας» (σ. 46). «Ένιωθα ότι να σκοτώνεις ανθρώπους είναι πολύ σοβαρό θέμα και δεν μπορούσα να το αντέξω» (σ. 63), σημειώνει, ενώ έθετε βασανιστικά τα ερωτήματα: «Έχω το δικαίωμα να αφαιρώ ζωή; Είναι αμαρτία ή δεν είναι;». Οι αναστολές του αυτές καθορίστηκαν από το γεγονός ότι ήταν παιδί ιερωμένου και μεγάλωσε σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον. Αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε και έπεισε τον εαυτό του ότι «για απόκτηση της ελευθερίας, για επικράτησή της, για προστασία των αδυνάτων και για το Δίκαιο, είναι επιτρεπτό και επιβεβλημένο να αγωνίζεσαι και να θυσιάζεσαι» (σ. 63). «Από τη μια κρατούσα το όπλο και από την άλλη είχα στον κόρφο μου την Αγία Γραφή. Έβαζα τον σταυρό μου και πήγαινα στην ενέδρα» (σ. 63). Αυτό ήταν το ηθικό ανάστημα και μεγαλείο των ανταρτών της ΕΟΚΑ, που η βρετανική προπαγάνδα επιχειρούσε μάταια να παρουσιάσει ως στυγνούς δολοφόνους και «τρομοκράτες».
Ο Μάκης τον Σεπτέμβριο του 1956, μετά την απόπειρα που έκαναν με ένα συναγωνιστή του στη Λάρνακα για την εκτέλεση ενός βρετανού στρατιώτη, κρίθηκε από τους Άγγλους καταζητούμενος και ως εκ τούτου βγήκε στο αντάρτικο. Η ζωή του άλλαξε ριζικά. Όπως λέει και ο ίδιος «πήγε και το σχολείο περίπατο και συγγενείς και φίλοι» αλλά συμπληρώνει ότι οικειοθελώς πήρε την απόφαση να βγει στο βουνό και ότι πλέον η ζωή του ανήκε στην πατρίδα και ότι θα ακολουθούσε τις οδηγίες της Οργάνωσης. Και κάπου αλλού (σ. 57) συμπληρώνει: «Η πίστη μου στο δίκαιο του αγώνα μας για ελευθερία και η πίστη μου στον Θεό, ότι βοηθά αυτούς που αγωνίζονται για το δίκαιο, με έκαναν να αποκτώ δυνάμεις αφάνταστες και να μη φοβούμαι τίποτε, ούτε ακόμη τον θάνατο. Δεν ξεχνούσα ότι, εάν με συνελάμβαναν, θα με εκρέμαζαν τόσο για τον φόνο του Άγγλου εξαιτίας του οποίου καταζητήθηκα, όσο και για κατοχή όπλου» (σ. 57). Η μεγάλη του αγωνία ήταν να μη συλληφθεί και αν συλληφθεί, να έχει τη δύναμη να αντέξει στα βασανιστήρια, για να μην καταλήξει προδότης. Ακριβώς λόγω αυτής της αγωνίας, αν θα άντεχαν, στα απάνθρωπα βρετανικά βασανιστήρια, ο Μάκης και οι συναγωνιστές του σε αρκετές περιπτώσεις έκαναν «πρόβες για βασανιστήρια, δοκιμάζοντας την αντοχή μας στον πόνο της σάρκας» (σ. 108). Σε τρεις περιπτώσεις, όπως αναφέρει, που βρέθηκε ενώπιον του φάσματος να συλληφθεί από τους Βρετανούς, υπερίσχυσε η απόφασή του να μην παραδοθεί και ότι ήταν καλύτερος ο θάνατος (σ. 145 και 146). Ο εκ Τρούλλων αντάρτης μέσα από αυτές τις δοκιμασίες συνειδητοποίησε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντέξεις τα βασανιστήρια είναι η προσήλωση και η πίστη στον Θεό. Άλλωστε, ακόμα και ο θάνατος στον Αγώνα δεν τον τρόμαζε καθόλου και όπως έλεγε ο ίδιος «Μια φορά κανείς πεθαίνει και, αν είναι να πεθάνεις για την πατρίδα, θεία θα είναι η δάφνη. Ο καλύτερος θάνατος θα είναι αυτός που θα έχει σκοπό το δίκαιο, την ελευθερία, την πατρίδα και τη θρησκεία» (σ. 79).
Αυτό που καταγράφεται εμφαντικά στις αναμνήσεις του Μάκη είναι η στήριξη που είχαν οι αντάρτες από τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου. Από τους αγρότες και τις αγρότισσες της κυπριακής γης, που, παρά τους κινδύνους και τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν αν αποκαλύπτονταν ή συλλαμβάνονταν από τους Άγγλους, στάθηκαν βασικός πυλώνας στήριξης των ανταρτών της ΕΟΚΑ. Κατά την παραμονή του στην Τόχνη, σημειώνει ο Μάκης: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι θυσίες έκαμναν αυτοί οι γνήσιοι και αθώοι πατριώτες. Δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση και αυτοθυσία». Ενώ, όταν ήταν στη Λάγια σημείωνε: «Τα μέλη της Οργάνωσης αγαπούσαν πολύ τους αντάρτες και ήταν πρόθυμοι και να βοηθήσουν και να θυσιαστούν. Το θεωρούσαν υποχρέωση, αλλά και τιμή να βοηθήσουν και να συνεργάζονται με αντάρτες. Όσοι εγένοντο μέλη της Οργάνωσης, ήθελαν να δραστηριοποιούνται και να μη μένουν αδρανείς. Το θεωρούσαν τιμήν των να προσφέρουν στον αγώνα οτιδήποτε τους ήθελε ζητηθεί». Στις αναμνήσεις του Μάκη καταγράφεται και η μεγάλη προσφορά των αφανών και άγνωστων αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α., αυτών που τροφοδοτούσαν και στήριζαν τους αντάρτες. Γράφει για τον εκ Τρούλλων αγροφύλακα του Αβδελλερού: «Αυτός ο άνθρωπος ήτο τόσο απλός, πρόσφερε τόσα πολλά και καθημερινά κινδύνευε και κανείς δεν γνώριζε για την προσφορά του αυτή και ούτε ο ίδιος ζήτησε οποιανδήποτε βοήθεια ή εκδούλευση από οποιονδήποτε ή από την Οργάνωση ή την πατρίδα. Είναι ένα παράδειγμα για τους αφανείς ήρωες» (σ. 125).
Στο βιβλίο του Μάκη Παπαχαραλάμπους καταγράφονται όλες οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι μερικές εκατοντάδες των ανταρτών της Ε.Ο.Κ.Α. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και επιβίωσης. Οι καθημερινοί κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν από έναν πολυάριθμο και καλά εξοπλισμένο βρετανικό στρατό, ο οποίος πολλές φορές έβρισκε δυστυχώς και την αρωγή της προδοσίας. Το βιβλίο αυτό είναι μια πολύτιμη και αυθεντική πηγή για τις συνθήκες λειτουργίας και δράσης του αντάρτικου της Ε.Ο.Κ.Α., τον τρόπο κατασκευής των κρησφυγέτων, την καθημερινότητα των ανταρτών και τις δομές στήριξης και υποστήριξης των ανταρτών.
Το βιβλίο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αξία, γιατί μέσα στις σελίδες του καταγράφεται επίσης η αγωνιστική δράση και η ηρωική θυσία τριών ηρωομαρτύρων της Ε.Ο.Κ.Α., οι οποίοι υπήρξαν συναγωνιστές και φίλοι του Μάκη Παπαχαραλάμπους: του ήρωα της Βάβλας Μιχαλάκη Παρίδη εξ Αναφωτίας, του ήρωα της Οράς, Πετράκη Κυπριανού εκ Λάρνακας και του συγχωριανού και γαμπρού του Μάκη, Ανδρέα Σουρουκλή, του οποίου τον ηρωικό θάνατο, την 1η Αυγούστου 1958, ο Μάκης έζησε από κοντά, αφού συμμετείχαν μαζί στην ενέδρα της Σαμερής, παρά το χωριό Τρούλλοι.
Θα ήταν παράλειψή μας η μη αναφορά και στο γεγονός ότι το βιβλίο διανθίζεται και από δεκαεπτά ποιήματα που έγραψε ο Μάκης Παπαχαραλάμπους στις ατελείωτες μέρες και νύκτες της μοναξιάς του αντάρτη. Η ποίηση υπήρξε πολλές φορές η διέξοδος από τις κακουχίες και τα βασανιστικά ερωτήματα της αντάρτικης ζωής. Δύο από τα ποιήματα του συγγραφέα αναφέρονται στις ηρωικές μορφές των συναγωνιστών του, Μιχαλάκη Παρίδη και Ανδρέα Σουρουκλή.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, και με βάση το βιβλίο που απόψε παρουσιάσαμε, πως ο απελευθερωτικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. διεξήχθη από αγωνιστές άπειρους σε στρατιωτικά θέματα και με πενιχρό οπλισμό και μέσα. Η δημιουργία του αντάρτικου υπήρξε σοφή επιλογή του Αρχηγού Διγενή, διότι δυνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση τακτικής χρονικής διάρκειας του αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού.
Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ σε μια φράση που γράφει ο Μάκης Παπαχαραλάμπους, επίκαιρη και σήμερα με αυτά που βιώνει ο Ελληνισμός, σε Ελλάδα και Κύπρο: «Ο άνθρωπος θα πρέπει πάντοτε να αγωνίζεται, για να επικρατούν οι αρχές της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της πίστεως και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για σεβασμό της αξιοπρέπειάς του». Η πιο πάνω φράση αποκτά ιδιαίτερη αξία, γιατί είναι γραμμένη από έναν άνθρωπο που είχε την εμπειρία του αγωνιστή/ αντάρτη της ελευθερίας κατά τον επικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και του θαύματος το οποίο επέτυχαν.
Σας ευχαριστώ.
Ομιλία Δρος Ιωάννη Ζένιου, ιστορικού
«Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΜΑΚΗΣ»
Σύμφωνα με τις αναφορές και τις περιγραφές του Μάκη, πατέρας του ήταν ο Χαράλαμπος, γιος του Γαβριήλ και της Χρυσής, που αργότερα έγινε ιερέας. Έτσι, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε αγγλική πολιτική για τα ονόματα των Κυπρίων, ο πατέρας του προσδιοριζόταν ως Παπαχαράλαμπος Γαβριήλ. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Μάκης προσδιορίζεται αρχικά ως Αδάμ Χαραλάμπους και στη συνέχεια, με τη χειροτονία του πατέρα του σε ιερέα, ως Αδάμ Παπαχαραλάμπους. Το μικρό του όνομα, Αδάμ, πήρε από τον παππού του, πατέρα της μητέρας του, Αδάμο (Αδάμ, με ελληνική κατάληξη). Αργότερα, σύμφωνα με δική του επιλογή, αυτοπροσδιορίστηκε ως Μάκης Παπαχαραλάμπους, με επίσημη υιοθέτηση του υποκοριστικού «Μάκης» του ονόματος Αδάμ: Αδάμ-Αδάμος-Αδαμάκης-Μάκης. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ένα κοινό επώνυμο που να προσδιορίζει από μόνο του τη σχέση του με τον πατέρα του, τους υπόλοιπους προγόνους του και τους εξ αίματος συγγενείς του από αρρενογονία, όπως θείους και ξαδέλφια. Γι΄ αυτό, στο ημερολόγιό του αισθάνεται την ανάγκη να προσδιορίσει, έστω και υποτυπωδώς, το γενεαλογικό του δέντρο και την καταγωγή του και συχνά παραθέτει την εξ αίματος συγγένειά του με πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο του και που έπαιξαν μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στη ζωή και τη δράση του. Ο Μάκης πρωτίστως αυτοπροσδιορίζεται ως Τρουλλιώτης. Η αγάπη του για το χωριό μας και τους ανθρώπους του είναι διάχυτη σε όλο το ημερολόγιό του.
Η δική μου παρέμβαση έχει τίτλο «Ο δικός μου Μάκης». Έχει ως βάση την εξ αίματος συγγένειά μου μαζί του και τις αναφορές του στο γενεαλογικό μας δέντρο. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι, όντας συγγενείς εξ αρρενογονίας, θα έπρεπε να είχαμε το ίδιο επώνυμο. Η παρέμβασή μου, λοιπόν, φιλοδοξεί να συμβάλει στον αντιαποικιακό αγώνα του Μάκη, ξεπερνώντας στην περίπτωσή του το εμπόδιο που παρενέβαλε η αγγλική πολιτική για τα ονόματα των Κυπρίων και αποκαθιστώντας τον ίδιο ως ένα λαμπρό αστέρι μέσα στο στερέωμα της φυσικής του συγγένειας.
Ο Γαβριήλ και η Χρυσή, παππούς και γιαγιά του Μάκη από τον πατέρα του Χαράλαμπο, μετέπειτα Παπαχαράλαμπο, ήταν ταυτόχρονα ο παππούς και η γιαγιά του πατέρα μου, Ζένιου, από τον πατέρα του Μιχαήλ ή Σιαλή, από τον οποίο πήρε το όνομά του ο αδελφός μου Μιχαήλ Ζένιου, που έπεσε μαχόμενος κατά των τούρκων εισβολέων στις 14 Αυγούστου 1974 στον Βόρειο Πόλο Λευκωσίας. Ο Ζένιος, λοιπόν, ήταν ξάδελφος του Μάκη και με το ψευδώνυμο Μέλιος ήταν ο σύνδεσμός του στους Τρούλλους, στο κρησφύγετο που κτίστηκε στο σπίτι του αδελφού του πατέρα μου, Αντωνή, στον οποίον έδωσαν το ψευδώνυμο Ανταίος. Ο παππούς τους, Γαβριήλ, ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο Ταπολός, από το τάπος που σημαίνει κοντός και τοποθετείται από τον Μάκη επικεφαλής του γενεαλογικού μας δένδρου, ως ένα είδος γενάρχη. Άλλα παιδιά του Γαβριήλ-Ταπολού και της Χρυσής, ήταν ο Λοϊζής, ο Σάββας, ο Φουλής και η Κυριακού, θείοι και θεία του Μάκη και του πατέρα μου. Σύμφωνα με τη συνήθεια τα παιδιά να παίρνουν τα ονόματα των παππούδων και των γιαγιάδων τους, τόσο ο Μάκης, όσο και ο Ζένιος, είχαν αδέλφια Γαβριήλ και Χρυσή, ενώ αυτά τα ονόματα είχαν και άλλα ξαδέλφια τους, παιδιά των θείων τους Λοϊζή, Σάββα, Φουλή και Κυριακούς, μαρτυρώντας τη συνέχεια της γενιάς, παρά την περί του αντιθέτου πολιτική των κατακτητών. Ο αδελφός, μάλιστα, του πατέρα μου, Γαβρίλης, δεν πήρε μόνο το όνομα του παππού του, Γαβριήλ, αλλά και το παρατσούκλι του.
Ο «δικός μου Μάκης», εκτός από εξέχον μέλος της γενιάς μας, της γενιάς του Γαβριήλ, του επονομαζόμενου Ταπολού, ήταν και κηδεμόνας μου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, όταν με τα υπόλοιπα αδέλφια μου μετακομίσαμε στη Λευκωσία χωρίς τους γονείς μας, που παρέμειναν στις δουλειές τους στο χωριό για να μας ζήσουν. Η γυναίκα του Ανδρούλα ήταν δασκάλα μου στο Α΄ Δημοτικό της Παλλουριώτισσας και κηδεμόνας μου και αυτή στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ο Μάκης και η Ανδρούλα ηλικιακά ήταν κοντά στα μεγαλύτερά μου αδέλφια, τα οποία τους φώναζαν με τα μικρά τους ονόματα, γι΄αυτό κι εμείς οι μικρότεροι συνηθίσαμε να τους αποκαλούμε με αυτόν τον τρόπο. Θυμάμαι τον Μάκη με το αυτοκινητάκι του που έμοιαζε με σκαραβαίο, MORRIS MINOR η μάρκα του, AB22 τα νούμερά του, το θυμάμαι σαν να ΄ταν χθες. Ερχόταν μερικές φορές και μας έπαιρνε σπίτι του να παίξουμε με τα ξαδελφάκια μας, τον Πάμπο και τον Κωνσταντίνο, που ήταν μικρότεροί μας. Θυμάμαι που, μια ο Μάκης, μια η Ανδρούλα, πήγαιναν στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και έβλεπαν τους καθηγητές μου, για να παραλάβουν τους βαθμούς μου στο τέλος κάθε τριμήνου, μέχρι που επέστρεψε ο αδελφός μου Μιχαλάκης από τις σπουδές του στην Αθήνα και ανέλαβε εκείνος αυτό το καθήκον. Ο Μάκης ήταν χαμηλών τόνων, ταπεινός, ευχάριστος στη συναναστροφή του με τους άλλους. Μου ενέπνεε σεβασμό και αγάπη και χαιρόμουν για την ικανοποίηση που έβλεπα στο πρόσωπό του για τους καλούς μου βαθμούς. Ήταν μετρημένος στις αντιδράσεις του, και παρά το γεγονός ότι τον έβλεπα που καμάρωνε όταν έπαιρνε τους βαθμούς μου, ποτέ δεν μου έδωσε το δικαίωμα να αρχίσω να περηφανεύομαι για τα καλά μου αποτελέσματα. Έτσι, ένιωθα ντροπή όταν συνέβαινε να πάρω χαμηλό βαθμό σε κάποιο μάθημα, περισσότερο γιατί δεν ήθελα να τον απογοητεύω. Αυτό ήταν για μένα ένα πρόσθετο κίνητρο για να γίνομαι ακόμα καλύτερος μαθητής. Διαβάζοντας τώρα το ημερολόγιό του, αντιλαμβάνομαι πλήρως την ικανοποίησή του, αφού ο ίδιος πολέμησε πραγματικά για τη μόρφωσή του μέσα σε φοβερά αντίξοες συνθήκες.
Ο Μάκης, δεκαοκτάχρονος ακόμα μαθητής της Αμερικανικής Ακαδημίας Λάρνακος, έδωσε τον όρκο τον ιερό για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό. Διηγείται ο ίδιος, πως ορκίστηκε ως μέλος της ΕΟΚΑ μόνος του, το καλοκαίρι του 1955, μετά που του έδωσε τον όρκο της Οργάνωσης ο ξάδελφός του, Νικόλας του Βασίλη. Τον Νικόλα τον είχε ορκίσει ο Κυριάκος Παπαχαραλάμπους, αδελφός της μητέρας μου, σπουδαστής της Ιερατικής Σχολής, που ο Μάκης τον αναφέρει ως τον πρώτο υπεύθυνο της Οργάνωσης στους Τρούλλους. Ένα χρόνο μετά, τελειόφοιτος μαθητής, ο Μάκης εγκατέλειψε σαν άλλος Ευαγόρας Παλληκαρίδης το σχολείο του και κίνησε για να βρει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς, ως αντάρτης στο βουνό. Έζησε στην περιπέτεια για σχεδόν τρία χρόνια, αλλάζοντας κρησφύγετα και ψευδώνυμα, μέχρι τη μέρα που ανακοινώθηκε η συμφωνία για την παραχώρηση, έστω και κολοβής, ελευθερίας στην Κύπρο. Το τέλος του Αγώνα τον βρήκε στο κρησφύγετο που κατασκεύασε στο σπίτι του αδελφού του πατέρα μου, Αντωνή. Οι μόνοι που γνώριζαν για την ύπαρξη αυτού του κρησφυγέτου ήταν ο πατέρας μου, ο θείος Αντωνής και η θεία Ξενού. Ακόμα και ο υπεύθυνος του χωριού δεν το γνώριζε. Νόμιζε ότι το κρησφύγετο ήταν στο σπίτι μας. Ο Αντωνής και η Ξενού, αν και είχαν μικρό παιδί, με προφανείς τους κινδύνους, είχαν αποδεχθεί με ενθουσιασμό την πρόταση του Μάκη για τη δημιουργία του κρησφυγέτου στο σπίτι τους, την οποία τους διαβίβασε με πλήρη μυστικότητα ο πατέρας μου. Είχαν τότε τον μικρό Ανδρέα, τον ξάδελφο και συμμαθητή μου, που χάθηκε κάπου στον Πενταδάκτυλο και δυστυχώς είναι ακόμα αγνοούμενος της Τουρκικής Εισβολής. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η θεία Ξενού, που επιφορτίστηκε με το καθήκον της φροντίδας του κρησφυγέτου και των ενοίκων του, εκτός από τον δίχρονο, τότε, Ανδρέα, κυοφορούσε το δεύτερο παιδί της, την ξαδέλφη μου Παρασκευή, που δυστυχώς μάς έφυγε πρόωρα από ανίατη ασθένεια.
Ένα περιστατικό που διαδραματίζεται με επίκεντρο το κρησφύγετο αυτό παραθέτω στη συνέχεια, από το ημερολόγιο του Μάκη: «19/2/1959. Στο Λονδίνο συνέχιζαν οι συνομιλίες για μια συνολική λύση του Κυπριακού προβλήματος. Κατά το μεσημέρι, μας ειδοποίησαν ότι γέμισε το χωριό από Άγγλους στρατιώτες και ότι αρκετοί πήραν θέση μάχης πάνω στα δώματα των γειτονικών σπιτιών … Αμέσως κατεβήκαμε μέσα στο κρησφύγετο (εννοεί τον ίδιο και τον συγχωριανό μας Χρίστο Κουλουμπρή) και η Ξενού μάς έκλεισε κανονικά με το μάρμαρο βάζοντας και σταχτό από πάνω και κλείνοντας όλες τις τρύπες. … Μπήκαμε στον τάφο. Αυτός είναι ο Άδης. Βλέπαμε μόνο σκοτάδι. Είτε άνοιγα τα μάτια μου είτε τα έκλεινα, το ίδιο πράγμα ήτο. … Όλη η ζωή μου περνούσε μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία. Θεέ μου, έλεγα, αυτό είναι το τελευταίο μαρτύριο για να με ελευθερώσεις ή είναι το τελευταίο χαρτί της ζωής μου για να έρθω κοντά σου; Αναλογιζόμουν ότι αυτή η μέρα είναι και η κρίσιμη για το ναι ή όχι των συνομιλιών. Βάζοντας στον νου μου ότι θα τελειώσει ο Αγώνας και ΄γω θα περπατήσω ξανά ελεύθερος… ένιωθα μιαν ανατριχίλα και δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι εγώ θα ζήσω για κάτι τέτοιο. Σιγά σιγά ο αέρας άρχισε να λιγοστεύει και άρχισα να νιώθω πονοκέφαλο. Το στήθος μου το ένιωθα να δυσκολεύεται να αναπνέει και ακούαμε τον βρόγχο της αναπνοής ο ένας του άλλου. … Έζησα μέχρι τώρα για σχεδόν τρία χρόνια τον κατατρεγμό, την περιπέτεια, τους κινδύνους, είδα και αντίκρισα τον θάνατο, εξαγνίστηκα και προσπάθησα να αντικρίσω τον Θεό, να του μιλήσω … τον παρακαλούσα να με βοηθήσει και πάντοτε με βοηθούσε, Τον πίστεψα και Τον γνώρισα από τα βιβλία και από τις εμπειρίες μου… Έλεγα μέσα μου, αυτή είναι η κόλαση, ο τάφος, ο θάνατος ή με αυτό θα έρθει η Ανάσταση; … Διψούσα τη ζωή και ήθελα να ζήσω, γι αυτό έλεγα, Θεέ μου βοήθα με να ζήσω και αυτό το μαρτύριο και υπόσχομαι ότι θα ακολουθώ πάντα τον δρόμο σου για όσο καιρό θα βρίσκομαι στη ζωή… Πέρασαν 4-5 ώρες όπου, όταν επρόκειτο να νυχτώσει, ήρθε η Ξενού και μας άνοιξε λέγοντας ότι οι στρατιώτες έφυγαν. … Βγήκα έξω στην αυλή … και γονάτισα και προσευχήθηκα. Ευχαρίστησα τον Θεό που μας βοήθησε και σ΄αυτό το συμβάν που εύχομαι να είναι το τελευταίο. Φυσικά, εάν επανέλθω στην κοινωνία ελεύθερος, φαίνεται ότι θα αντιμετωπίζω πιο σοβαρούς κινδύνους και θα έχω συνεχώς την ανάγκη του Θεού».
Αυτά ήταν τα λόγια του Μάκη, ενός εικοσάχρονου, τότε, νέου, που αποπνέουν το άρωμα μιας γνήσιας και ανεπιτήδευτης ταπεινής καρδιάς, γεμάτης δίψα για τη ζωή που ήταν μπροστά της. Άθελά μου φέρνω στο μυαλό μου σημερινά παιδιά της ίδιας ηλικίας, μα, ως θεολόγος και ως παιδαγωγός, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να προβεί σε συγκρίσεις. Άλλωστε, η οποιαδήποτε σύγκριση δακτυλοδείχνει εμάς τους μεγαλύτερους, που φτιάξαμε μιαν κοινωνία στην οποία βασιλεύει το συμφέρον και η ιδιοτέλεια.
Ο Μάκης μισούσε τους καυγάδες. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος. Πολλές φορές μέσα στα κρησφύγετα ή σε αντάρτικες εξορμήσεις προκαλούνταν προστριβές μεταξύ των αγωνιστών, που μερικές φορές κατέληγαν στα άκρα. Αναφέρει αρκετά περιστατικά, στα οποία ο ίδιος, όχι μόνο δεν έγινε μέρος του προβλήματος, αλλά συμπεριφέρθηκε ως συμφιλιωτής.
Η στάση αυτή του Μάκη δεν είναι τυχαία, καθώς μελετούσε συνεχώς την Αγία Γραφή, προσευχόταν στον Θεό και προσπαθούσε να τηρεί πάντα το θέλημά Του. Ορισμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του αφήνουν άφωνο τον αναγνώστη, ο οποίος διερωτάται πώς είναι δυνατόν ένας νέος 20 χρονών να έχει τέτοιο βάθος και τέτοια καλλιέργεια χαρακτήρα! Με καθετί που του συνέβαινε, το μυαλό του έκανε την αναγωγή στον Θεό. Δεν μας διαφεύγει, προφανώς, το γεγονός ότι ήταν γιος ιερέα και πέρασε τη ζωή του μέσα στις ακολουθίες της εκκλησίας. Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, η σκέψη μου πηγαίνει στον αδελφό μου, Μιχαήλ Ζένιου. Βίοι παράλληλοι: Ο Μάκης βοηθά τον πατέρα του, Παπαχαράλαμπο, στην άσκηση των ιερατικών του καθηκόντων. Ο Μιχαλάκης, δέκα χρόνια μικρότερος, συντροφεύει τον άλλον Παπαχαράλαμπο, παππού μας από την πλευρά της μάνας μας, στις μακρές ακολουθίες της εκκλησίας. Οι δύο Παπαχαράλαμποι, παπαδιαμαντικές μορφές, εναλλάσσονταν στην άσκηση των ιερατικών καθηκόντων, όπως αναφέρει ο Μάκης, εξυπηρετώντας τα χωριά Τρούλλοι και Αβδελλερό. Ο Μάκης, μαθητής της Αμερικανικής Ακαδημίας ακόμα, ορκίστηκε στην ΕΟΚΑ. Ο αδελφός μου Μιχαλάκης, μαθητής του Δημοτικού ορκίστηκε στην ΑΝΕ, την Άλκιμο Νεολαία της ΕΟΚΑ. Ο Μάκης, αστυνομικός πια, υπερασπίστηκε την πατρίδα κατά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963/64 στην Ομορφίτα. Ο Μιχαλάκης, μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου ακόμα, κατατάγηκε εθελοντής στη νεοσυσταθείσα Εθνική Φρουρά το 1964. Το 1974 βρήκε και τους δυο στο καθήκον για την υπεράσπιση της πατρίδας από τον τούρκο εισβολέα. Μόνο που ο Μιχαλάκης δεν επέστρεψε.
Το ημερολόγιο του Μάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως τεκμήριο μιας ατέρμονης αναζήτησης του Θεού, μιας αέναης πάλης του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν είχε έτοιμες λύσεις, ο Μάκης, ούτε ήταν εύκολο για τον ίδιο να συμβιβαστεί με όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Διαρκής και βασανιστικός υπήρξε ο προβληματισμός του κατά πόσον δικαιώνεται να σκοτώνει ανθρώπους στο όνομα του αγώνα για την ελευθερία. Δεν παρακάμπτει το πρόβλημα, δεν το προσπερνά ούτε το απωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο του έθνους. Ο προβληματισμός παραμένει μέχρι τέλους. Γνωρίζει ο Μάκης πως ένας πόλεμος, όπως και τα αίτια που τον προκάλεσαν, είναι καταστάσεις δαιμονικές, που οφείλονται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον Θεό και έγινε απάνθρωπος. Γνωρίζει επίσης ότι η ευθύνη για το κακό στον κόσμο είναι συλλογική και δεν βγάζει τον εαυτό του απ΄έξω. Δέχεται το μερίδιο ευθύνης και μετέχει με ταπείνωση και διαρκή διάθεση μετάνοιας σ΄αυτό το «αναγκαίο κακό» που λέγεται «πόλεμος», που συνεπάγεται την αλληλοεξόντωση μεταξύ των ανθρώπων. Όλα αυτά μου θυμίζουν έντονα τον αδελφό μου Μιχαλάκη, τον χαμένο ανθυπολοχαγό του Βορείου Πόλου, που τις νύχτες οι στρατιώτες του τον έβρισκαν γονατιστό μέσα στους θάμνους να προσεύχεται κλαίγοντας και να ζητά συγχώρεση από τον Θεό, γιατί γινόταν αιτία να σκοτώνονται άνθρωποι από τις εύστοχες βολές του. Μάκης και Μιχαλάκης, βίοι παράλληλοι, κλάδοι του ίδιου γενεαλογικού δένδρου, απόγονοι του γενάρχη Γαβριήλ, του επονομαζόμενου Ταπολού, και της συζύγου αυτού Χρυσής.
Ο Μάκης συχνά μου θυμίζει Γέροντα του Αγίου Όρους, Αββά του Γεροντικού, Στάρετς της ρωσικής στέπας. Μετά από μια συγκλονιστική εμπειρία, όταν είχαν περικυκλώσει Άγγλοι στρατιώτες το κρησφύγετο αλλά εν τέλει γλίτωσαν, γράφει στο ημερολόγιό του: «… κατάλαβα ότι εκεί που ο άνθρωπος δεν μπορεί να σε βοηθήσει, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που αυτόματα την αναζητάς… Αυτή η δύναμη είναι ο Θεός, ο οποίος δεν γνωρίζεις πού είναι και δεν ξέρεις πώς να τον αναζητήσεις. Αντιλήφθηκα ότι είναι μέσα στα συναισθήματα που πηγάζουν από την καρδιά και ενώνονται με τον νουν … Σε αυτή την περίπτωση δεν φοβάσαι τίποτα, ούτε τον θάνατο, ούτε τις κακουχίες. Αντιλήφθηκα επίσης ότι για να φτάσει ο άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να καθαρίσει την ψυχή του από κακές σκέψεις και ενέργειες και να είναι ήρεμος, νηφάλιος και προσγειωμένος». Απλοϊκά λόγια που τα ακούς από απλοϊκούς ερημίτες στο Άγιον Όρος και αποπνέουν άρωμα αγιότητας. Ο Μάκης επισφραγίζει τη σχέση του με τον Θεό με την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Γράφει στο ημερολόγιό του τα Χριστούγεννα του 1958, περίοδο κατά την οποία κρυβόταν στο σπίτι του θείου Αντωνή: «Χριστούγεννα. Πήγα στο σπίτι του Ζένιου και ήρθε ο Παπαχαράλαμπος (εννοεί τον παππού μου, πατέρα της μητέρας μου) και, αφού με εξομολόγησε, με κοινώνησε». Όταν τελείωσε ο Αγώνας, ο Μάκης δεν ξέχασε τα τάματα που είχε κάνει, για να ευχαριστήσει τον Θεό που τον είχε γλιτώσει σε διάφορες φάσεις από βέβαιη σύλληψη. Γράφει στις 4/4/1959: «Κανονίσαμε με τον Κουλουμπρή να κάνουμε το τάμα, να πάμε γονατιστοί. Βάλαμε τον Ζένιο να μας προσέχει και κατά τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε από το νεκροταφείο και πήγαμε στην εκκλησία. … Πονούσα τα γόνατά μου αλλά όταν το μυαλό μου πήγαινε στον Θεό, δεν ένιωθα κανένα πόνο. Την επομένη πήγαμε και στο Αβδελλερό και γονυπετείς από έξω του χωριού πήγαμε στην εκκλησία. Αυτή η εμπειρία θα μου μείνει αξέχαστη. Είπα μέσα μου ότι, όπως ο Θεός με βοήθησε και κατάφερα να επιζήσω στον Αγώνα, έτσι και τώρα θα με βοηθήσει να επιβιώσω και στον αγώνα της ζωής». Τα τάματα κορυφώθηκαν με την πορεία του Μάκη με άλλους έξι αγωνιστές, από τη Λάρνακα προς τον Απόστολο Ανδρέα, που διάρκεσε αρκετές μέρες. Στο ημερολόγιό του, κορυφώνεται η ταπείνωση που τον διακρίνει. Προφανώς, από όπου περνούν ο κόσμος τους υποδέχεται με επευφημίες και πατριωτικές εκδηλώσεις. Ο Μάκης, όχι μόνο δεν παίρνει πάνω του, αλλά επιστρέφει τα εύσημα στον κόσμο, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: «Τι κόσμος αγνός και πατριώτης! Έτσι λαό δεν μπορείς να τον προδώσεις, δεν μπορείς να τον εγκαταλείψεις και δεν μπορείς να μην θυσιαστείς γι΄αυτόν».
Τιμούμε απόψε τον Μάκη Παπαχαραλάμπους, μια γνήσια ενδημική φωνή, που λες και βγαίνει μέσ’ απ’ τα έγκατα της κυπριακής γης, μεταφέροντας τη φωνή των προγόνων, εκφράζοντας το συλλογικό υποσυνείδητο, συμπυκνώνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Τα γραφόμενά του στάζουν αίμα και δάκρυ. Μα το δάκρυ, η υγρή αυτή ανακουφιστική ουσία, σταλάζει στις πληγωμένες ψυχές μας, προσφέροντας λύτρωση, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», κατά τον Αριστοτέλη.
Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Δεν θεωρώ καν τον εαυτό μου λογοτέχνη. Ταπεινά υπογράφω ως Τεχνίτης του Λόγου, αντιστρέφοντας με μια τάση για λογοπαίγνιο τα δύο συνθετικά. Άλλωστε το «Τεχνίτης», μου θυμίζει την εποχή που οι φοιτητές των άλλων Πανεπιστημίων στην Αθήνα, αποκαλούσαν εμάς του Μετσοβείου Πολυτεχνείου «Πολυτεχνίτες». Με αυτή την έννοια ο Τεχνίτης του Λόγου ακούγεται στ’ αυτιά μου απλώς ως ένα παρακλάδι του Πολυτεχνίτη. Αυτό που θέλω να πω είναι πως προσεγγίζω το κείμενο του «δικού μου Μάκη» με ένα βιωματικό και προσωπικό τρόπο, δίνοντας περισσότερη σημασία στο περιεχόμενο παρά στην οποιαδήποτε γλωσσική ατέλεια. Έτσι, ως ένα παράδειγμα, αναφέρω πως έχω ακούσει και διαβάσει αρκετές αναφορές για τον ήρωα των Τρούλλων, Ανδρέα Σουρουκλή, σύζυγο της αδελφής του Μάκη, Γιωρκούς. Ωστόσο, κατάπληκτος ομολογώ πως μόνο διαβάζοντας το ημερολόγιο του Μάκη συνειδητοποιώ το μεγαλείο της θυσίας εκείνου του ήρωα, που θέτοντας το συλλογικό καλό πάνω από κάθε θεμιτή ανθρώπινη επιθυμία ξέγραψε τη δική του ζωή. Το ημερολόγιο του Μάκη, με την απλοϊκή γραφή και τις γλωσσικές ατέλειες, που και ο ίδιος ομολογεί, μού αποκάλυψε το μεγαλείο εκείνης της χαροκαμένης κοπέλας, που αγνοώντας την ασφάλεια της δικής της οικογένειας έκρυβε για καιρό στα έγκατα του σπιτιού της τον αδελφό της, μένοντας εν τέλει χήρα με ένα μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά και ένα άλλο κοριτσάκι στην κοιλιά. Καταθέτω, λοιπόν, απόψε τη γνωμάτευσή μου, λέγοντας πως το περιεχόμενο του ημερολογίου είναι θαυμαστό, όπως θαυμαστός είναι ο «δικός μου Μάκης», ο Μάκης όλων μας, ο Μάκης των Τρούλλων, της Κύπρου και της Ρωμιοσύνης!