Ειρήνη Γαβριήλ-Αφαντίτη, Κοινοτάρχις Παλαικύθρου
Αγαπητές Κυρίες
Αγαπητοί Κύριοι,
Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε να μιλήσω στη συγκέντρωσή σας. Πρώτα-πρώτα θα ήθελα να πω λίγα λόγια για το αγαπημένο μας χωριό, για να το γνωρίσετε έστω και νοερά.
Το χωριό μας, το Παλαίκυθρο, ένα μικρό και πολύ όμορφο χωριό, βρίσκεται ανατολικά της Λευκωσίας και απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από αυτή. Τόσο κοντά μα και τόσο μακριά για μας, με τους κατοίκους του σκορπισμένους σε όλη την Κύπρο. Το όνομά του το πήρε από ένα από τα εννέα αρχαία βασίλεια της Κύπρου, τους Παλαιούς Χύτρους.
Το χωριό μας από το 1101μ.Χ. μέχρι το 1570, επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας, λεγόταν Παλαίκυθρο. Ήταν δε το πλουσιότερο και πολυπληθέστερο της περιοχής και είχε υπό τη διοίκησή του 16 χωριά. Γειτονικά χωριά του Παλαικύθρου είναι η Μια Μηλιά, η Κυθρέα, το Νέο Χωρίο Κυθρέας, το Τραχώνι Κυθρέας, η Βώνη και το Έξω Μετόχι.
Πριν την Εισβολή το χωριό είχε 1100 κατοίκους Ελληνοκύπριους και 250 Τουρκοκύπριους, καθώς ήταν μικτό χωριό μέχρι το 1963, που κατοικούσαν στη δυτική πλευρά του χωριού. Είχαν και δικό τους τζαμί όπου εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Το 1963 όμως, κατόπιν προτροπής της Τ.Μ.Τ. και χωρίς κανένα λόγο, εγκατέλειψαν, παίρνοντας τα κινητά υπάρχοντά τους, το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε γειτονικά, αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά, (Τζιάος, Επηχώ, Μόρα).
Δεν είχαν κανένα λόγο να εγκαταλείψουν το χωριό, γιατί οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήσαν εξαίρετες. Αν γινόταν γάμος Ελληνοκυπρίων ερχόντουσαν και Τουρκοκύπριοι και αντίθετα, αν γινόταν γάμος Τουρκοκυπρίων πήγαιναν και Ελληνοκύπριοι και όχι μόνο στους γάμους αλλά γενικά σε όλες τις διασκεδάσεις και τα γλέντια. Οι Τουρκοκύπριοι συνέχεια ήσαν στα καφενεία των Ελληνοκυπρίων να πιουν τον καφέ τους, το ποτό τους και να κουβεντιάσουν. Οι σχέσεις ήσαν αρμονικότατες και αν και έφυγαν από το χωριό ερχόντουσαν και καλλιεργούσαν τα κτήματά τους σε συνεργασία πάντοτε με τους Ελληνοκύπριους.
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Παναγία τη Γαλακτοτροφούσα με μια εξαίρετη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σήμερα δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Σ’ αυτή έκαναν τάματα οι γυναίκες που δεν είχαν γάλα να θηλάσουν τα βρέφη τους, ακόμη και Τουρκάλες. Η εκκλησία μας γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού. Από όλη τη γύρω περιοχή ερχόντουσαν προσκυνητές, γινόταν μια μεγάλη πανήγυρη, όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος και όλα τα σπίτια φιλοξενούσαν κόσμο, που ερχόταν στη χάρη Της.
Τώρα η εκκλησία μας είναι συλημένη. Μέσα δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο γυμνοί τοίχοι. Πήγαμε τρεις φορές και λειτουργήσαμε στην εκκλησία μας χοροστατούντος του Επισκόπου Νεαπόλεως κ.κ. Πορφυρίου. Η τελευταία φορά ήταν πρόσφατα, στις 29 Ιανουαρίου. Μεγάλη θλίψη και οδύνη. Όλος ο κόσμος κλαίει. Κλαίμε και παρακαλούμε την Παναγία να βοηθήσει να πάμε στον τόπο μας. Πηγαίνει αρκετός κόσμος, γύρω στα 500 άτομα. Να μη σου επιτρέπουν να πας στο σπίτι σου, στο χωριό σου, στην εκκλησία σου! Βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής μας τον ιερέα μας, πατέρα Γεώργιο, να τελεί τη Θεία Λειτουργία, με τη γλυκύτατη φωνή του.
Του πατέρα Γεώργιου το 1974 του έκαναν πάρα πολλά βάσανα: Του έκοψαν τα μαλλιά του, του έκαιαν τη γενειάδα του με αναμμένα τσιγάρα και μαζί το δέρμα του, του έδεσαν χέρια και πόδια με σχοινιά και τον έσερναν στους δρόμους του χωριού και πολλά άλλα. Δεν σεβάστηκαν τίποτε, ούτε πως ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Μετά από αρκετές μέρες πήγαν τα Ηνωμένα Έθνη στο χωριό και μαζί με άλλους που χρειαζόντουσαν ιατρική περίθαλψη τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Δεν άντεξε όμως ο καλός ιερέας μας, πέθανε σε λίγες μέρες και θάφτηκε μακριά από το αγαπημένο του χωριό. Δεν εγκατέλειψε το χωριό, διότι την άλλη μέρα ήταν 15 Αυγούστου, της Παναγίας, και ήθελε να μείνει να λειτουργήσει. Ένα μικρό παράδειγμα από τη δράση των… «ειρηνοποιών», που δήθεν ήρθαν να φέρουν την ειρήνη στο νησί μας και σκόρπισαν τον όλεθρο, τον πόνο και την καταστροφή…
Οι κάτοικοι του χωριού φιλήσυχοι και καλοί νοικοκυραίοι, εργατικοί αλλά και πολύ χαρούμενοι άνθρωποι. Στο χωριό υπήρχαν 4 εργοστάσια κατασκευής τούβλων όπου εργάζονταν αρκετοί χωριανοί αλλά και πολλοί άλλοι από τα γύρω χωριά. Επίσης ήταν αναπτυγμένη η γεωργία και η κτηνοτροφία, μιας και το χωριό μας ήταν η καρδιά της Μεσαορίας με πολύ εύφορα και γόνιμα χωράφια. Είχαμε και πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, επειδή η Λευκωσία είναι κοντά μας και μόλις τελειώναμε το Δημοτικό Σχολείο πηγαίναμε στο Γυμνάσιο και αργότερα εργαζόμαστε σε πολύ καλές θέσεις. Και πολλοί εργάτες πήγαιναν για δουλειά στη Λευκωσία. Είχαμε πολύ καλή συγκοινωνία του χωριού μας με τη Λευκωσία.
Από το χωριό φύγαμε στις 14 Αυγούστου του 1974, στη δεύτερη Εισβολή. Όλος ο κόσμος έφευγε αλαφιασμένος χωρίς να ξέρει πού θα πάει. Όσοι έμειναν πέρασαν πάρα πολλά βάσανα: σκοτωμοί, βιασμοί και ό,τι φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Πλήρωσε βαρύ φόρο το μικρό μας χωριό: Είκοσι σκοτωμένοι και 12 αγνοούμενοι. Μεταξύ αυτών και ο σύζυγός μου. Ενάμιση μήνα ήμασταν παντρεμένοι. Ήμουνα έγκυος το πρώτο μας παιδί και κάναμε χίλια όνειρα για τη νέα μας ζωή. Δυστυχώς δεν μας άφησαν να τα πραγματοποιήσουμε. Πέρασα πολύ άσχημες μέρες καθώς και όλη η οικογένειά μου. Δεν γνώρισε ο σύζυγός μου τον γιο μας ούτε ο γιος μας τον πατέρα του. Όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα μπορέσουμε να ξεχάσουμε τις δύσκολες μέρες που περάσαμε. Καταλήξαμε σε ένα γυμνάσιο της Λάρνακας, όπου κοιμόμαστε χάμω, στο δάπεδο του σχολείου και περιμέναμε να μας βάλουν λίγο φαγητό οι στρατιώτες που στρατοπέδευαν εκεί.
Οι βάρβαροι και αιμοδιψείς Τούρκοι δεν λυπήθηκαν ούτε γυναίκες, ούτε ηλικιωμένους αλλά ούτε μικρά παιδιά. Χύθηκαν μέσα στο χωριό τα βάρβαρα θηρία και το μόνο που ήθελαν ήταν να πιουν αίμα από τα αθώα θύματά τους. Οι θύμισες έρχονται συνέχεια στον νου μου και με γεμίζουν οργή και θυμό. Γιατί να χαθούν τόσοι αθώοι, αφού δεν έφταιξαν σε τίποτα; Άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών και με φωνές και λύσσα θέριζαν όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Κλάματα, φωνές, πόνος. Η πιο καλή μου φίλη δολοφονήθηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, ένα νήπιο 9 μηνών και ένα κοριτσάκι 6 χρονών, γιατί δεν είχε πού να πάει, αφού ο σύζυγός της ήταν σε επίταξη.
Σήκωσε το νήπιο πάνω από το κεφάλι της και παρακαλούσε: «Όχι το παιδί μου!» Δεν λυπήθηκαν όμως, δεν λύγισαν από την απόγνωση που είχε το βλέμμα της. Το πυροβόλησαν στην κοιλίτσα του καθώς και την μάνα του, μια γλυκιά κοπέλα, καλή σύζυγο και στοργική μητέρα.
Κάθε φορά που κηδεύουμε έναν αγνοούμενο, μετά από την ταυτοποίηση των λειψάνων του, η ψυχή μας γεμίζει θλίψη και οργή και πολλά αναπάντητα «γιατί». Κοπέλες που τους έκοψαν το νήμα της ζωής τους μαζί με τα τόσα όνειρά τους, αλλά και παλληκάρια που θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους, και οικογενειάρχες, που οι οικογένειές τους έμειναν χωρίς τον προστάτη τους.
Στο χωριό μας είναι ελάχιστα τα σπίτια που δεν έχουν συγγενή αγνοούμενο ή σκοτωμένο. Όλων οι ψυχές είναι μαύρες. Τώρα που είμαι κοινοτάρχις προσπαθούμε όσο μπορούμε και με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διαθέτουμε, όλα κι όλα 1000 ευρώ μας χορηγεί το κράτος για τις διάφορες δραστηριότητές μας, να φέρνουμε όσο το δυνατόν κοντά τους χωριανούς. Δεν τα βάζουμε όμως κάτω και με πίστη και αισιοδοξία προχωρούμε. Πραγματοποιήσαμε εκδήλωση για τους αγνοούμενους και τους σκοτωμένους μας. Εκδήλωση γι’ αυτούς που πήγαν αιχμάλωτοι στην Τουρκία και γύρισαν. Διοργανώνουμε απογευματινό τσάι μια φορά τον χρόνο. Επίσης, εκδρομές, τόσο στην Κύπρο, σε διάφορα αξιοθέατα και μοναστήρια, όσο και στο εξωτερικό. Η προσέλευση είναι μεγάλη. Όλες οι εκδηλώσεις μας είχαν μεγάλη επιτυχία. Είναι ένας μοχλός για να βρίσκονται μεταξύ τους οι χωριανοί.
Αυτά που σας είπα τώρα είναι πολύ λίγα εν συγκρίσει με την πραγματικότητα.
Εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου, όπως και όλων άλλωστε είναι η ευχή, σύντομα να επιστρέψουμε στον τόπο μας, στα σπίτια μας, στο αγαπημένο μας χωριό. Θαμπό το βλέπω αλλά ελπίζουμε στον Θεό η ευχή μας να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα και να κτυπήσουμε τις καμπάνες και να αναπέμψουμε ευχαριστίες προς τον Πανάγαθο.
Ευχαριστώ πολύ.