Του Μιχάλη Παπαβαρνάβα
Μια από τις κυριότερες ασχολίες των Παλαικυθριτών ήταν η κτηνοτροφία, κυρίως η εκτροφή αιγοπροβάτων. Η ζωή των βοσκών ήταν δύσκολη, γεμάτη προβλήματα, αγωνίες και πίκρες.
Εργάζονταν σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να βγάλουν το ψωμί τους και να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ήταν άνθρωποι εργατικοί, τίμιοι, πρόθυμοι να βοηθήσουν τον συνάνθρωπό τους, καθώς και βαθιά θρησκευόμενοι με ακλόνητο πίστη στο Θεό. Αγαπούσαν τον τόπο τους, που τον πότιζαν με τον ιδρώτα και τον μόχθο τους.
Στο χωριό μας ασχολούνταν με την εκτροφή αιγοπροβάτων οι: Χριστοφής Θεορή, Νίκος Μιχαήλ, Δημήτρης Μιχαήλ,Αντώνης Μηλικούρης, Κυριάκος Φωτιάδης, Γεώργιος Τουρουρού, Ευγένιος Γιασεμή, Γεώργιος Θεοδούλου Σφηκουρής, Χαμπής Μέλιου, Βασίλης Μηλικούρης, Κυριάκος Φωτιάδης και ο πατέρας μου, Νικόλας Γ. Παπαβαρνάβα.
Επίσης, ορισμένες οικογένειες είχαν στο σπίτι τους μικρό αριθμό αιγοπροβάτων, για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της οικογένειας μέσω της παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων (χαλλούμι, αναρή, τραχανάς).
Κάθε πρωί ο βοσκός οδηγούσε το κοπάδι του για βοσκή στον απέραντο κάμπο του Παλαικύθρου. Είχε πάντα μαζί του τη δερμάτινη βούρκα του όπου έβαζε το καθημερινό φαγητό του (ψωμί, ελιές, χαλλούμι, κρεμμύδι, αυγά με πατάτες) και το κολότζι με το νερό. Κρατούσε τη μαγκούρα του ή το τζιπόιν, και τον αλάν (ύφασμα), για να τυλίγεται όταν πλαγιάζει. Σύντροφός του ήταν ο αγαπημένος του σκύλος, χρήσιμος βοηθός και φύλακας του κοπαδιού. Για μεταφορικό μέσο είχε τον γάιδαρό του.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν χαρά Θεού να βλέπεις το κοπάδι να βόσκει στον καταπράσινο κάμπο, ενώ τα βελάσματα και τα κουδούνια των ζώων αντηχούσαν γεμίζοντας μουσική τον κάμπο. Πολλοί βοσκοί έπαιζαν το πιθκιάβλι (φλογέρα), που οι ίδιοι κατασκεύαζαν, για να σπάζουν τη μονοτονία της μοναχικής τους ζωής.
Το καλοκαίρι, για να έχει σκιά, έφτιαχνε την καλύβα του με παλλούρες και ποκαλάμες κοντά στον λάκκο όπου πότιζε τα ζώα. Λόγω της αφόρητης ζέστης τα πρόβατα δεν βοσκούσαν όσο έπρεπε την ημέρα, οπότε βοσκούσαν και το βράδυ, που είχε δροσιά και φεγγάρι. Γι’ αυτό οι βοσκοί εξωτζοίμιζαν τα κοπάδια τους (κοιμόντουσαν με τα ζώα τους έξω στον κάμπο). Μέχρι το 1963, που άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες ο πατέρας μου έσμιγε το κοπάδι του με τον Τουρκοκύπριο συγχωριανό μας Τζιωνή. Δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Συνεργάζονταν και βοηθούσε ο ένας τον άλλο, κυρίως κατά τη γιορτή του Πάσχα και του Μπαϊραμιού.
Όταν άρχιζε να νυχτώνει, ο βοσκός επέστρεφε το κοπάδι του στη μάντρα, που συνήθως ήταν στην αυλή του σπιτιού του, και μάντριζε τα ζώα στο μαντρί για άρμεγμα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου, που καθόταν σ’ ένα κάθισμα (σκαμνί) με το γαλευτήρι στα πόδια και του επαντούσα τις κουβέλλες να τις γαλέψει. Το γάλα το βράδυ το κούλιαζαν σε μεγάλη κούππα (λεκάνη) και μάζευαν τυχόν ακαθαρσίες και το πρωί μάζευαν την τσίππα από την επιφάνεια του γάλακτος, την οποία χρησιμοποιούσαν στα καττιμέρια ή την έκαναν βούτυρο.
Με το γάλα η μάνα μου παρασκεύαζε τα παραδοσιακά νόστιμα και γνήσια χαλλούμια και αναράδες, που τα πωλούσε σε συγχωριανούς και ξένους. Επίσης, πωλούσε το γάλα στο συγχωριανό μας, τον Νικόλα Ροτσίδη, που είχε τυροκομείο.
Οι βοσκοί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έλουζαν τα πρόβατά τους στην δεξαμενή του δασκάλου του Βαρνάβα ή στον ποταμό τον Πηδιά.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η ζωή του βοσκού. Ελπίζουμε στον Θεό, όσα χρόνια κι αν περάσουν, να γυρίσουμε στα σκλαβωμένα μέρη μας, στη γη που μας ανήκει. Ζούμε με την ελπίδα της επιστροφής. Πιστεύουμε ότι θα έρθει η χαρούμενη στιγμή της Λευτεριάς.
Το Παλαίκυθρο μάς περιμένει…